Tο άνοιγμα των οδοφραγμάτων (Μέρος A)
Avrupa 14/08/2022
Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν...
Γιώργος Σεφέρης
Μερικές μέρες μετά το άνοιγμα, αποφασίσαμε με τη σύζυγό μου να περάσουμε το οδόφραγμα, με την ελπίδα ότι το σπίτι που ζούσα στην Αμμόχωστο δεν θα ήταν μέσα στην περιφραγμένη πόλη. Ξεκινήσαμε χαράματα για το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας και μπήκαμε σε μια ουρά αυτοκινήτων, που έφτανε μερικά χιλιόμετρα μακριά. Μας βρήκε το απόγευμα, μέχρι να περάσουμε τον έλεγχο και να βγούμε στον αυτοκινητόδρομο για την Αμμόχωστο.
Η πεδιάδα της Μεσαορίας μού φάνηκε απέραντη, όσο και το απέραντο «γιατί», που παλινδρομούσε ανάμεσα στο μυαλό και στην καρδιά μου. Ήμουν σχεδόν οκτώ χρονών το 1974. Στον δρόμο διηγούμουν στη σύζυγό μου τις ατέλειωτες ανέμελες ώρες που περνούσαμε ως παιδιά στην παραλία της Χρυσής Ακτής, καθώς και τα βιώματα του πολέμου. Το πατρικό του παππού στην Αγία Ζώνη το είχαν γκρεμίσει οι γονείς μου, λίγο πριν τον πόλεμο, για να κτίσουν καινούργιο σπίτι, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή που σήμερα είναι περιφραγμένη ζώνη. Ο πόλεμος μάς βρήκε να ενοικιάζουμε σπίτι, κοντά στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου και πολύ κοντά στην εντός των τειχών πόλη, που ήταν τότε τουρκοκυπριακός θύλακας. Παρότι το σπίτι δεν ήταν ιδιοκτησία της οικογένειάς μας, εκεί ήταν φυλαγμένες οι παιδικές μου αναμνήσεις.
Όταν τον Ιούλιο του 1974 άρχισαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, κλειδωθήκαμε στο μπάνιο με τον παππού, τη γιαγιά και τις αδελφές μου, καθώς το σπίτι σειόταν συθέμελα. Η μητέρα μου με τον μικρότερο αδελφό μου ήταν τότε στη Σκοτία, και ο πατέρας μου στο νοσοκομείο πάλευε να σώσει ζωές. Έτσι, μια ζεστή μέρα του Αυγούστου, μας έβαλαν άρον άρον σε ένα ταξί με προορισμό τον Κάτω Δρυ, το χωριό της γιαγιάς, στην επαρχία Λάρνακας. Θα ήταν μόνο για λίγες μέρες, μας είπαν, και έτσι πήραμε μόνο λίγα ρούχα μαζί μας. Σιγά μη με άφηναν να πάρω και τη γάτα μου...
Οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια, και το μόνο που αποδείκνυε την καταγωγή μού ήταν μια προσφυγική ταυτότητα και οι αναμνήσεις. Φτάσαμε, λοιπόν, στην Αμμόχωστο. Σαν μια πυξίδα, η ψυχή δεν έχασε ούτε στροφή, κι ας ήμουν οκτώ χρονών τότε κι ας είχαν περάσει είκοσι εννιά χρόνια. Αντικρίζω το Δημοτικό Σχολείο και την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης. Είμαστε μερικά μέτρα από το σπίτι, και τρέμω στο τιμόνι. Όχι, δεν τρέμω, σπαράζω στο κλάμα. Η Χριστιάνα μένει σιωπηλή. Ξέρει πως η στιγμή είναι ιερή. Πρέπει να τελεστεί το μυστήριο του ξεριζωμένου που απαντά τη γη του. Είναι η συμφιλίωση με την απώλεια, και η όποια παρηγοριά σε ένα τέτοιο τελετουργικό είναι ιεροσυλία.
Δυο γριούλες μάς άνοιξαν και με ευγένεια μάς προσκάλεσαν μέσα για καφεδάκι. Με ρώτησαν αν είμαι ο γιατρός. «Όχι, είμαι ο γιος του», είπα. Με οδήγησαν μέσα, στον διάδρομο, και στον τοίχο κρεμόταν η φωτογραφία του πατέρα μου από την αποφοίτησή του απ’ το Πανεπιστήμιο, και δίπλα το πτυχίο της ιατρικής. Είκοσι εννιά χρόνια εκεί, κρεμασμένες στον ίδιο τοίχο, με τα ίδια καρφιά, να περιμένουν σιωπηλές τον κάτοχό τους να τις μαζέψει. Οι καλές κυρίες μόλις αναγνώρισα τον πατέρα μου στη φωτογραφία, με ύφος φυσικό, ευγενικό, κατέβασαν τις κορνίζες, τις ξεσκόνισαν, τις περιτύλιξαν σε άσπρο χαρτί και μας τις παρέδωσαν.
Οι γριούλες ήταν από την Πάφο, τουρκοκύπριες πρόσφυγες, μάνα και κόρη, και όνειρό τους ήταν να επιστρέψουμε εμείς στο σπίτι μας και αυτές στο δικό τους. Είχαν κι αυτές τον πόθο της επιστροφής. Αφού ήπιαμε τον καφέ μας, μας φίλησαν σαν παιδιά τους, και αποχαιρετιστήκαμε. Κάναμε μια βόλτα στη γειτονιά με το αυτοκίνητο. Αναγνώριζα ένα προς ένα τα σπίτια των φίλων μου και εξιστορούσα στη Χριστιάνα τις παιδικές μου αναμνήσεις. «Να, εδώ είναι το σπίτι του Στέφανου, ο πατέρας του ήταν αστυνομικός, ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από μένα... Εκεί είναι το σπίτι του Γιώργου, με το μεγάλο υπόγειο, που παίζαμε βόλους... Να, σε εκείνη την αλάνα παίζαμε ποδόσφαιρο...». Τίποτα δεν είχε αλλάξει μέσα στον χρόνο, και κάθε γωνιά ξυπνούσε μια ανάμνηση.
Τόνι Αγκαστινιώτης
Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Χρειάζονται χίλιες φωνές να πουν μια ιστορία»
Avrupa 14/08/2022
Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν...
Γιώργος Σεφέρης
Μερικές μέρες μετά το άνοιγμα, αποφασίσαμε με τη σύζυγό μου να περάσουμε το οδόφραγμα, με την ελπίδα ότι το σπίτι που ζούσα στην Αμμόχωστο δεν θα ήταν μέσα στην περιφραγμένη πόλη. Ξεκινήσαμε χαράματα για το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας και μπήκαμε σε μια ουρά αυτοκινήτων, που έφτανε μερικά χιλιόμετρα μακριά. Μας βρήκε το απόγευμα, μέχρι να περάσουμε τον έλεγχο και να βγούμε στον αυτοκινητόδρομο για την Αμμόχωστο.
Η πεδιάδα της Μεσαορίας μού φάνηκε απέραντη, όσο και το απέραντο «γιατί», που παλινδρομούσε ανάμεσα στο μυαλό και στην καρδιά μου. Ήμουν σχεδόν οκτώ χρονών το 1974. Στον δρόμο διηγούμουν στη σύζυγό μου τις ατέλειωτες ανέμελες ώρες που περνούσαμε ως παιδιά στην παραλία της Χρυσής Ακτής, καθώς και τα βιώματα του πολέμου. Το πατρικό του παππού στην Αγία Ζώνη το είχαν γκρεμίσει οι γονείς μου, λίγο πριν τον πόλεμο, για να κτίσουν καινούργιο σπίτι, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή που σήμερα είναι περιφραγμένη ζώνη. Ο πόλεμος μάς βρήκε να ενοικιάζουμε σπίτι, κοντά στο Γενικό Νοσοκομείο Αμμοχώστου και πολύ κοντά στην εντός των τειχών πόλη, που ήταν τότε τουρκοκυπριακός θύλακας. Παρότι το σπίτι δεν ήταν ιδιοκτησία της οικογένειάς μας, εκεί ήταν φυλαγμένες οι παιδικές μου αναμνήσεις.
Όταν τον Ιούλιο του 1974 άρχισαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, κλειδωθήκαμε στο μπάνιο με τον παππού, τη γιαγιά και τις αδελφές μου, καθώς το σπίτι σειόταν συθέμελα. Η μητέρα μου με τον μικρότερο αδελφό μου ήταν τότε στη Σκοτία, και ο πατέρας μου στο νοσοκομείο πάλευε να σώσει ζωές. Έτσι, μια ζεστή μέρα του Αυγούστου, μας έβαλαν άρον άρον σε ένα ταξί με προορισμό τον Κάτω Δρυ, το χωριό της γιαγιάς, στην επαρχία Λάρνακας. Θα ήταν μόνο για λίγες μέρες, μας είπαν, και έτσι πήραμε μόνο λίγα ρούχα μαζί μας. Σιγά μη με άφηναν να πάρω και τη γάτα μου...
Οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια, και το μόνο που αποδείκνυε την καταγωγή μού ήταν μια προσφυγική ταυτότητα και οι αναμνήσεις. Φτάσαμε, λοιπόν, στην Αμμόχωστο. Σαν μια πυξίδα, η ψυχή δεν έχασε ούτε στροφή, κι ας ήμουν οκτώ χρονών τότε κι ας είχαν περάσει είκοσι εννιά χρόνια. Αντικρίζω το Δημοτικό Σχολείο και την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης. Είμαστε μερικά μέτρα από το σπίτι, και τρέμω στο τιμόνι. Όχι, δεν τρέμω, σπαράζω στο κλάμα. Η Χριστιάνα μένει σιωπηλή. Ξέρει πως η στιγμή είναι ιερή. Πρέπει να τελεστεί το μυστήριο του ξεριζωμένου που απαντά τη γη του. Είναι η συμφιλίωση με την απώλεια, και η όποια παρηγοριά σε ένα τέτοιο τελετουργικό είναι ιεροσυλία.
Δυο γριούλες μάς άνοιξαν και με ευγένεια μάς προσκάλεσαν μέσα για καφεδάκι. Με ρώτησαν αν είμαι ο γιατρός. «Όχι, είμαι ο γιος του», είπα. Με οδήγησαν μέσα, στον διάδρομο, και στον τοίχο κρεμόταν η φωτογραφία του πατέρα μου από την αποφοίτησή του απ’ το Πανεπιστήμιο, και δίπλα το πτυχίο της ιατρικής. Είκοσι εννιά χρόνια εκεί, κρεμασμένες στον ίδιο τοίχο, με τα ίδια καρφιά, να περιμένουν σιωπηλές τον κάτοχό τους να τις μαζέψει. Οι καλές κυρίες μόλις αναγνώρισα τον πατέρα μου στη φωτογραφία, με ύφος φυσικό, ευγενικό, κατέβασαν τις κορνίζες, τις ξεσκόνισαν, τις περιτύλιξαν σε άσπρο χαρτί και μας τις παρέδωσαν.
Οι γριούλες ήταν από την Πάφο, τουρκοκύπριες πρόσφυγες, μάνα και κόρη, και όνειρό τους ήταν να επιστρέψουμε εμείς στο σπίτι μας και αυτές στο δικό τους. Είχαν κι αυτές τον πόθο της επιστροφής. Αφού ήπιαμε τον καφέ μας, μας φίλησαν σαν παιδιά τους, και αποχαιρετιστήκαμε. Κάναμε μια βόλτα στη γειτονιά με το αυτοκίνητο. Αναγνώριζα ένα προς ένα τα σπίτια των φίλων μου και εξιστορούσα στη Χριστιάνα τις παιδικές μου αναμνήσεις. «Να, εδώ είναι το σπίτι του Στέφανου, ο πατέρας του ήταν αστυνομικός, ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από μένα... Εκεί είναι το σπίτι του Γιώργου, με το μεγάλο υπόγειο, που παίζαμε βόλους... Να, σε εκείνη την αλάνα παίζαμε ποδόσφαιρο...». Τίποτα δεν είχε αλλάξει μέσα στον χρόνο, και κάθε γωνιά ξυπνούσε μια ανάμνηση.
Τόνι Αγκαστινιώτης
Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Χρειάζονται χίλιες φωνές να πουν μια ιστορία»