καὶ τί δὲν κάνατε γιὰ νὰ μὲ θάψετε
ὅμως ξεχάσατε πὼς ἤμουν σπόρος.
Ντίνος Χριστιανόπουλος

Γίνε η ποίηση αυτού του κόσμου!
Σήμερα, 21 του Μάρτη γιορτάζει η ποίηση. Οι ποιητές είναι ελεύθεροι. Τολμούν να ξεγυμνωθούν μπροστά σε όλους και όλα… να το επαναλάβω… όταν μιλώ για ελευθερία δεν αναφέρομαι σε εγκεφαλική γνώση δανεισμένη από φιλοσοφικά βιβλία, αλλά βιωματική εμπειρία θεμελιωμένη μέσα στο είναι της ύπαρξης.
Γιατί, τι θα πει ελευθερία; Είναι να έχεις περάσει μέσα από όλες τις απορρίψεις, όλες τις δυσκολίες που σου έστειλε η ζωή, όλες τις πληγές, κι εκεί που φτάνεις στο απόλυτο σκοτάδι της μοναξιάς, στο έρεβος της απόγνωσης, μια ιερή φωνή σε διαπερνά… «Είσαι μόνος, μα θα τα καταφέρεις!». Η φωνή της καρδίας και πίσω απ’ αυτήν οι φωνές όλων των μάχιμων προγόνων που ενώνουν δυνάμεις μέσα σου.. Και ξαφνικά όλες οι ουλές της ζωής μετατρέπονται σε μαθήματα και αρχίζεις να ξεζουμίζεις την ουσία μέχρι να ξεπεταχτεί το φως. Τότε δεν μπορείς πλέον να είσαι ο συγκαταβατικός, όχι γιατί κάνεις αντιπολίτευση σε κάτι, απλά γιατί είσαι ελεύθερος κι ελευθερώθηκες ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΩ… έχεις πλέον το ασυμβίβαστο της ελευθερίας ως προέκταση της ιδιοσυγκρασίας σου, and it ιs not for sale…
Ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε φυλακίσεις, ούτε εξουσίες, ούτε δικτατορίες, ούτε όλοι οι στρατοί του κόσμου δεν μπορούν να αγγίξουν μια τέτοια ελευθερία!
Γίνε η ποίηση αυτού του κόσμου!
Be the poetry of this world!
Σήμερα, 21 του Μάρτη γιορτάζει η ποίηση. Οι ποιητές είναι ελεύθεροι. Τολμούν να ξεγυμνωθούν μπροστά σε όλους και όλα… να το επαναλάβω… όταν μιλώ για ελευθερία δεν αναφέρομαι σε εγκεφαλική γνώση δανεισμένη από φιλοσοφικά βιβλία, αλλά βιωματική εμπειρία θεμελιωμένη μέσα στο είναι της ύπαρξης.
Γιατί, τι θα πει ελευθερία; Είναι να έχεις περάσει μέσα από όλες τις απορρίψεις, όλες τις δυσκολίες που σου έστειλε η ζωή, όλες τις πληγές, κι εκεί που φτάνεις στο απόλυτο σκοτάδι της μοναξιάς, στο έρεβος της απόγνωσης, μια ιερή φωνή σε διαπερνά… «Είσαι μόνος, μα θα τα καταφέρεις!». Η φωνή της καρδίας και πίσω απ’ αυτήν οι φωνές όλων των μάχιμων προγόνων που ενώνουν δυνάμεις μέσα σου.. Και ξαφνικά όλες οι ουλές της ζωής μετατρέπονται σε μαθήματα και αρχίζεις να ξεζουμίζεις την ουσία μέχρι να ξεπεταχτεί το φως. Τότε δεν μπορείς πλέον να είσαι ο συγκαταβατικός, όχι γιατί κάνεις αντιπολίτευση σε κάτι, απλά γιατί είσαι ελεύθερος κι ελευθερώθηκες ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΩ… έχεις πλέον το ασυμβίβαστο της ελευθερίας ως προέκταση της ιδιοσυγκρασίας σου, and it ιs not for sale…
Ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε φυλακίσεις, ούτε εξουσίες, ούτε δικτατορίες, ούτε όλοι οι στρατοί του κόσμου δεν μπορούν να αγγίξουν μια τέτοια ελευθερία!
Γίνε η ποίηση αυτού του κόσμου!
Be the poetry of this world!

Γένεσις 1 - Πράξη πρώτη
«Εν Αρχή»
Εν αρχή μια κραυγή αρχαία
που ξεπήδησε από τα σπλάχνα τ΄ ανθρώπου
στην πρώτη του ανάσα
κι έσμιξε το ε με το α
για να πλάσει το πρώτο του ένστικτο
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ…
Ξοπίσω του ήρθαν βασιλιάδες και στρατηλάτες
με τσεκούρια και σβάστικες
να φορτώσουν στο σαμάρι του φόβο
κι άρχισε πάλι απ’ την αρχή να συλλαβίζει…
ε-λευ-θε-ρί-α
η μόνη άλλη επιλογή η ελπίδα
θάνατος δεν υπάρχει
Τόνι Αγκαστινιώτης
2021
«Εν Αρχή»
Εν αρχή μια κραυγή αρχαία
που ξεπήδησε από τα σπλάχνα τ΄ ανθρώπου
στην πρώτη του ανάσα
κι έσμιξε το ε με το α
για να πλάσει το πρώτο του ένστικτο
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ…
Ξοπίσω του ήρθαν βασιλιάδες και στρατηλάτες
με τσεκούρια και σβάστικες
να φορτώσουν στο σαμάρι του φόβο
κι άρχισε πάλι απ’ την αρχή να συλλαβίζει…
ε-λευ-θε-ρί-α
η μόνη άλλη επιλογή η ελπίδα
θάνατος δεν υπάρχει
Τόνι Αγκαστινιώτης
2021

Τί θα πει φως;
Θα ήταν πριν καμιά τριανταριά χρόνια, όταν κάθισα τρεις ολόκληρες ώρες δίπλα από το μνήμα του Καζαντζάκη για πρώτη φορά. Κρατούσα στα χέρια μου αυτό τον σπόρο που έριξε στη λάσπη μας ο Νίκος, την «Ασκητική». Δεν ψιθύριζα, όπως συνηθίζω όταν διαβάζω μόνος… ήθελα να φτάσει η φωνή μου μέχρι τα οστά του και να τα τρίξει. Πήγαινα μπροστά-πίσω τα κεφάλαια κι όταν έβρισκα μαργαριτάρια φώναζα: «Νίκοοοο, ακούς; Τί θα πει νά ‘σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Πως συντρίβεις μια συνήθεια όταν έχει καταντήσει βολική;» Ξέρω πως ήταν χαζό, μα το έκανα.
Άρχισε να σουρουπώνει και τα σύννεφα είχαν μαζευτεί, μα δεν τα πρόσεξα. Ήθελα να βγει από το μνήμα και να μου ξεμπλέξει το κουβάρι. Άκουσα την βροχή να πλησιάζει τρεχάτη και η πρώτη μεγάλη σταγόνα έπεσε φαρδιά-πλατιά πάνω στην ανοιχτή σελίδα, ακριβώς εκεί που έγραφε… «Τί θα πει φως;»… και ξαφνικά μια διπλή αστραπή τράνταξε όλο το Ηράκλειο κι άνοιξαν οι ουρανοί. Δεν πρόλαβα να σηκωθώ κι είχα γίνει μούσκεμα και η μόνη μου σκέψη ήταν να διασώσω το βιβλίο. Αδύνατον. Κοίταξα ψηλά τον κατάμαυρο ουρανό. Οι αστραπές σαν γυμνά ηλεκτροφόρα καλώδια φόρτιζαν το σύμπαν με τις φωνές της ράτσας. «Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε». Δεν ξέρω αν ξέσπασα σε γέλια ή σε λυγμούς ή αν συγκεράστηκαν μαζί όλες οι όψεις της ψυχής μου. Δεν είχα αποφασίσει αν ζούσα ένα δράμα, μια κωμωδία ή μια μεταφυσική στιγμή. Να ορκιστώ δεν μπορώ, μα προς στιγμή, στο φως μιας αστραπής, ο Δίας από το Γιούχτα φάνηκε να γελά ειρωνικά. Δεν ερμήνευσα, δεν καλύφθηκα, συνέχισα να ψελλίζω από εκεί που κοντοστάθηκε η σταγόνα... «Τί θα πει φως;… Να κοιτάς… με αθόλωτο μάτι… όλα… τα σκοτάδια».
Έτσι γνωριστήκαμε πρώτη φορά με τον Νίκο… μέσα στον τρόμο μιας καταιγίδας. Πάνω στον προμαχώνα Μαρτινέγκο, για πρώτη φορά το φως μετουσιώθηκε σε εσωτερικό εργαλείο, που μπορούσα να το διαθλάσω από το κάτοπτρο της καρδιάς. Δεν υπάρχει σκοτάδι, παρά μονάχα η απουσία του φωτός. Ο φόβος θα είναι πάντα παρόν να σπρώχνει την ανθρωπότητα μέσα σε σκοτεινές στοές κι η μόνη παλαίστρα που μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε, είναι η ψυχή μας. Να γίνει το μάτι μας αθόλωτο και το βλέμμα μας να φέρνει τρόμο στο σκοτάδι. Να ανοίγεις το πρωί την ξώπορτα και στο άκουσμα των βημάτων σου να τρέχει ο φόβος να κρυφτεί. Να περνάς το κατώφλι και να σκορπά το σκοτάδι στους πέντε ανέμους. Στο άκουσμα της φωνής σου, οι άπληστοι, οι εκμεταλλευτές, οι απατεώνες, οι ψεύτες, οι κλέφτες, οι φονιάδες, οι πολιτικάντηδες, οι δεσποτάδες να τρέμουν… όχι εσένα… το φως που αναβλύζει από την αθόλωτη ματιά σου.
Μην φοβάσαι να περπατήσεις με παρρησία το κάθε σου βήμα πάνω στη γη. Τρέμουν τα σκοτάδια την ελευθερία σου, γιατί αυτή είναι το φως! Όσο περισσότερη ελευθερία διεκδικείς, τόσο μεγαλώνει το φως μέσα σου και γεννοβολά αστραπές η ματιά σου. «Μην ζυγιάζεις, μην μετράς, μην βολεύεσαι! Ακολούθα το βαθύ σου χτυποκάρδι». Δεν έχει νόημα αν η θεωρεία δεν πάρει τη μορφή πράξης και όλα όσα είσαι και έχεις μένουν για πάντα σε κάποιο αύριο που δεν έρχεται ποτέ. Μπροστά σε κάθε μορφή καταπίεσης, η απελευθέρωση είναι πρωτίστως ζήτημα εσωτερικό. Πρέπει να πορευθούμε προς τη ζωή με την όψη του ανθρώπου, γιατί ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μας, θα έλεγε ο Ελυάρ, «Έξω από όλες τις σπηλιές μας Έξω από τον εαυτό μας». Στους δύσκολους αυτούς καιρούς, που το κράτος καταπιέζει, το αφεντικό κλέβει και η φτώχεια καλπάζει, η ψυχή εύκολα μπορεί να γονατίσει ή να αρπάξει φωτιά και να λάμψει μέσα στο σκοτάδι. Μεταξύ αγώνα και σιωπής, ανεμίζει το λάβαρο της επιλογής.
«Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου. Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»
Τόνι Αγκαστινιώτης
06/11/2021
Θα ήταν πριν καμιά τριανταριά χρόνια, όταν κάθισα τρεις ολόκληρες ώρες δίπλα από το μνήμα του Καζαντζάκη για πρώτη φορά. Κρατούσα στα χέρια μου αυτό τον σπόρο που έριξε στη λάσπη μας ο Νίκος, την «Ασκητική». Δεν ψιθύριζα, όπως συνηθίζω όταν διαβάζω μόνος… ήθελα να φτάσει η φωνή μου μέχρι τα οστά του και να τα τρίξει. Πήγαινα μπροστά-πίσω τα κεφάλαια κι όταν έβρισκα μαργαριτάρια φώναζα: «Νίκοοοο, ακούς; Τί θα πει νά ‘σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Πως συντρίβεις μια συνήθεια όταν έχει καταντήσει βολική;» Ξέρω πως ήταν χαζό, μα το έκανα.
Άρχισε να σουρουπώνει και τα σύννεφα είχαν μαζευτεί, μα δεν τα πρόσεξα. Ήθελα να βγει από το μνήμα και να μου ξεμπλέξει το κουβάρι. Άκουσα την βροχή να πλησιάζει τρεχάτη και η πρώτη μεγάλη σταγόνα έπεσε φαρδιά-πλατιά πάνω στην ανοιχτή σελίδα, ακριβώς εκεί που έγραφε… «Τί θα πει φως;»… και ξαφνικά μια διπλή αστραπή τράνταξε όλο το Ηράκλειο κι άνοιξαν οι ουρανοί. Δεν πρόλαβα να σηκωθώ κι είχα γίνει μούσκεμα και η μόνη μου σκέψη ήταν να διασώσω το βιβλίο. Αδύνατον. Κοίταξα ψηλά τον κατάμαυρο ουρανό. Οι αστραπές σαν γυμνά ηλεκτροφόρα καλώδια φόρτιζαν το σύμπαν με τις φωνές της ράτσας. «Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε». Δεν ξέρω αν ξέσπασα σε γέλια ή σε λυγμούς ή αν συγκεράστηκαν μαζί όλες οι όψεις της ψυχής μου. Δεν είχα αποφασίσει αν ζούσα ένα δράμα, μια κωμωδία ή μια μεταφυσική στιγμή. Να ορκιστώ δεν μπορώ, μα προς στιγμή, στο φως μιας αστραπής, ο Δίας από το Γιούχτα φάνηκε να γελά ειρωνικά. Δεν ερμήνευσα, δεν καλύφθηκα, συνέχισα να ψελλίζω από εκεί που κοντοστάθηκε η σταγόνα... «Τί θα πει φως;… Να κοιτάς… με αθόλωτο μάτι… όλα… τα σκοτάδια».
Έτσι γνωριστήκαμε πρώτη φορά με τον Νίκο… μέσα στον τρόμο μιας καταιγίδας. Πάνω στον προμαχώνα Μαρτινέγκο, για πρώτη φορά το φως μετουσιώθηκε σε εσωτερικό εργαλείο, που μπορούσα να το διαθλάσω από το κάτοπτρο της καρδιάς. Δεν υπάρχει σκοτάδι, παρά μονάχα η απουσία του φωτός. Ο φόβος θα είναι πάντα παρόν να σπρώχνει την ανθρωπότητα μέσα σε σκοτεινές στοές κι η μόνη παλαίστρα που μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε, είναι η ψυχή μας. Να γίνει το μάτι μας αθόλωτο και το βλέμμα μας να φέρνει τρόμο στο σκοτάδι. Να ανοίγεις το πρωί την ξώπορτα και στο άκουσμα των βημάτων σου να τρέχει ο φόβος να κρυφτεί. Να περνάς το κατώφλι και να σκορπά το σκοτάδι στους πέντε ανέμους. Στο άκουσμα της φωνής σου, οι άπληστοι, οι εκμεταλλευτές, οι απατεώνες, οι ψεύτες, οι κλέφτες, οι φονιάδες, οι πολιτικάντηδες, οι δεσποτάδες να τρέμουν… όχι εσένα… το φως που αναβλύζει από την αθόλωτη ματιά σου.
Μην φοβάσαι να περπατήσεις με παρρησία το κάθε σου βήμα πάνω στη γη. Τρέμουν τα σκοτάδια την ελευθερία σου, γιατί αυτή είναι το φως! Όσο περισσότερη ελευθερία διεκδικείς, τόσο μεγαλώνει το φως μέσα σου και γεννοβολά αστραπές η ματιά σου. «Μην ζυγιάζεις, μην μετράς, μην βολεύεσαι! Ακολούθα το βαθύ σου χτυποκάρδι». Δεν έχει νόημα αν η θεωρεία δεν πάρει τη μορφή πράξης και όλα όσα είσαι και έχεις μένουν για πάντα σε κάποιο αύριο που δεν έρχεται ποτέ. Μπροστά σε κάθε μορφή καταπίεσης, η απελευθέρωση είναι πρωτίστως ζήτημα εσωτερικό. Πρέπει να πορευθούμε προς τη ζωή με την όψη του ανθρώπου, γιατί ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μας, θα έλεγε ο Ελυάρ, «Έξω από όλες τις σπηλιές μας Έξω από τον εαυτό μας». Στους δύσκολους αυτούς καιρούς, που το κράτος καταπιέζει, το αφεντικό κλέβει και η φτώχεια καλπάζει, η ψυχή εύκολα μπορεί να γονατίσει ή να αρπάξει φωτιά και να λάμψει μέσα στο σκοτάδι. Μεταξύ αγώνα και σιωπής, ανεμίζει το λάβαρο της επιλογής.
«Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου. Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»
Τόνι Αγκαστινιώτης
06/11/2021

Η Αλάνα
Στην οδό των αναμνήσεων
στην γωνιά των συγκινήσεων
ως ιερότερο της νιότης κρατώ
τον βρώμικο ιδρώτα της αλάνας
Αυτή μας γέννησε
μας έσμιξε
μας ξερίζωσε την αθωότητα
και μας ξαπόστειλε στο κάτεργο της ζωής
Αφιερωμένο στα προσφυγόπουλα της Συρίας που τους έκλεψαν την αλάνα,
Στα παιδιά της βάρκας που αρνούμαστε να τους δανείσουμε την δική μας αλάνα.
Φωτο.. Λευκωσία 2005
Τόνι Αγκαστινιώτης
2021
Στην οδό των αναμνήσεων
στην γωνιά των συγκινήσεων
ως ιερότερο της νιότης κρατώ
τον βρώμικο ιδρώτα της αλάνας
Αυτή μας γέννησε
μας έσμιξε
μας ξερίζωσε την αθωότητα
και μας ξαπόστειλε στο κάτεργο της ζωής
Αφιερωμένο στα προσφυγόπουλα της Συρίας που τους έκλεψαν την αλάνα,
Στα παιδιά της βάρκας που αρνούμαστε να τους δανείσουμε την δική μας αλάνα.
Φωτο.. Λευκωσία 2005
Τόνι Αγκαστινιώτης
2021

Μέχρι να΄ρθει η αυγή
Είδα ένα σπόρο γυμνό να ξεπηδά απ΄ τη γη
και κοίταζε τον ήλιο απελπισμένα.
Μη φοβάσαι, φώναξε μια ηλιαχτίδα,
μόνο ο απελπισμένος βλαστός ανηφορίζει.
Ο ήλιος ταξίδευε προς δυσμάς σιωπηλός
κι ο ουρανός κοκκίνισε σαν αίμα.
Γκρεμίστε όλα τα σύμβολα, θέλω να δω το ηλιοβασίλεμα,
φώναξε το βλαστάρι.
Δεν πρόλαβε,
θάφτηκε το φως μες το πυκνό σκοτάδι, τ΄ αξημέρωτο
και βγήκαν τα θεριά της νύχτας
κι έγινε τρόμος και σιωπή και φίμωση.
Τώρα πια είχε απελπιστεί,
όσο χρειαζόταν για μια επανάσταση
και μέχρι νά΄ρθει η αυγή, τόσο χρειάστηκε,
έγινε μυγδαλιά και άνθισε!
Τόνι Αγκαστινιώτης
2021
Είδα ένα σπόρο γυμνό να ξεπηδά απ΄ τη γη
και κοίταζε τον ήλιο απελπισμένα.
Μη φοβάσαι, φώναξε μια ηλιαχτίδα,
μόνο ο απελπισμένος βλαστός ανηφορίζει.
Ο ήλιος ταξίδευε προς δυσμάς σιωπηλός
κι ο ουρανός κοκκίνισε σαν αίμα.
Γκρεμίστε όλα τα σύμβολα, θέλω να δω το ηλιοβασίλεμα,
φώναξε το βλαστάρι.
Δεν πρόλαβε,
θάφτηκε το φως μες το πυκνό σκοτάδι, τ΄ αξημέρωτο
και βγήκαν τα θεριά της νύχτας
κι έγινε τρόμος και σιωπή και φίμωση.
Τώρα πια είχε απελπιστεί,
όσο χρειαζόταν για μια επανάσταση
και μέχρι νά΄ρθει η αυγή, τόσο χρειάστηκε,
έγινε μυγδαλιά και άνθισε!
Τόνι Αγκαστινιώτης
2021
Κάνε την ζωή σου συναρπαστική
Ξεκίνησε η μέρα χθες με δυο αγγελίες θανάτων. Η σύζυγος ενός πολύ αγαπητού συντρόφου κι ένας πολύ καλός παιδικός φίλος με τoν οποίο μοιραστήκαμε πολλές τρέλες μεταξύ της μπυραρίας Μύθος, σκαλιά του Ζήνα Πάλας, Wimpy και Paradise disco. Ο χρόνος γλιστρά μέσα από τις παλάμες μας σαν ποτάμι και φεύγει. Η γενιά μας, που έφαγε συντηρητικά και καρκινογόνα ψεκάσματα, ανέπνευσε μόλυβδο και ραδιενέργεια, είναι στο στόχαστρο του καρκίνου όσο καμιά άλλη γενιά.
Ο θάνατος είναι ο μόνος στόχος που ο άνθρωπος δεν θα αστοχήσει. Το θέμα δεν είναι πόσο χρόνο έχουμε, αλλά πως εκμεταλλευτήκαμε την κάθε μας στιγμή. Μεταξύ μιας ανιαρής και μιας συναρπαστικής ζωής, ο εχθρός μας είναι οι φοβίες μας. Οι φοβίες μας βάζουν τρικλοποδιές στο κρανίο μόλις τολμήσουμε να περάσουμε έξω από την ζώνη ασφαλείας που οριοθετήσαμε μέσα μας. Θέλουμε να κυνηγήσουμε τα όνειρα μας, να σταθούμε ασυμβίβαστοι πάνω στις αρχές μας, να πούμε την άποψη μας, να γράψουμε εκείνο το βιβλίο, να δημοσιεύσουμε τα ποιήματα μας, να αλλάξουμε επάγγελμα, να κάνουμε εκείνο το ταξίδι, να κάνουμε επανάσταση, να…. Όλα τα «θέλω να», ο φόβος θα τα κάνει «μια μέρα θα» και η ζωή μπαίνει σε μια μόνιμη αναβολή, σε μια ρουτίνα που μας απορροφά όλη την χαρά. Δώσαμε στο φόβο φωνή και κάναμε την ζωή μας ανιαρή, γιατί δεν αντιληφθήκαμε πως όλες οι κορφές που θέλαμε να κατακτήσουμε, που θα έκαναν την κάθε στιγμή συναρπαστική, είναι έξω από την ζώνη ασφαλείας που οριοθετήσαμε. Επιλέξαμε να μην βάλουμε πλώρη για την Ιθάκη μας, γιατί δεν θέλουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τους Λαιστρυγόνες, τους Κύκλωπες και τον θυμό του Ποσειδώνα.
Τί φοβάσαι; Πάτησε πάνω στο φόβο σου κι ανέβα. Όταν ο φόβος κάνει κίνηση μέσα σου, φώναξε ΑΛΤ! Ο φόβος δεν ξέρει το συνθηματικό, ξέρει μόνο να καμουφλάρεται σαν λογική στο κρανίο και να επιβάλλεται. Επέλεξε να κάνεις τη ζωή σου συναρπαστική. Όπως είπε κι ο δάσκαλος «Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε».
Τόνι Αγκαστινιώτης
09/02/2022
Ξεκίνησε η μέρα χθες με δυο αγγελίες θανάτων. Η σύζυγος ενός πολύ αγαπητού συντρόφου κι ένας πολύ καλός παιδικός φίλος με τoν οποίο μοιραστήκαμε πολλές τρέλες μεταξύ της μπυραρίας Μύθος, σκαλιά του Ζήνα Πάλας, Wimpy και Paradise disco. Ο χρόνος γλιστρά μέσα από τις παλάμες μας σαν ποτάμι και φεύγει. Η γενιά μας, που έφαγε συντηρητικά και καρκινογόνα ψεκάσματα, ανέπνευσε μόλυβδο και ραδιενέργεια, είναι στο στόχαστρο του καρκίνου όσο καμιά άλλη γενιά.
Ο θάνατος είναι ο μόνος στόχος που ο άνθρωπος δεν θα αστοχήσει. Το θέμα δεν είναι πόσο χρόνο έχουμε, αλλά πως εκμεταλλευτήκαμε την κάθε μας στιγμή. Μεταξύ μιας ανιαρής και μιας συναρπαστικής ζωής, ο εχθρός μας είναι οι φοβίες μας. Οι φοβίες μας βάζουν τρικλοποδιές στο κρανίο μόλις τολμήσουμε να περάσουμε έξω από την ζώνη ασφαλείας που οριοθετήσαμε μέσα μας. Θέλουμε να κυνηγήσουμε τα όνειρα μας, να σταθούμε ασυμβίβαστοι πάνω στις αρχές μας, να πούμε την άποψη μας, να γράψουμε εκείνο το βιβλίο, να δημοσιεύσουμε τα ποιήματα μας, να αλλάξουμε επάγγελμα, να κάνουμε εκείνο το ταξίδι, να κάνουμε επανάσταση, να…. Όλα τα «θέλω να», ο φόβος θα τα κάνει «μια μέρα θα» και η ζωή μπαίνει σε μια μόνιμη αναβολή, σε μια ρουτίνα που μας απορροφά όλη την χαρά. Δώσαμε στο φόβο φωνή και κάναμε την ζωή μας ανιαρή, γιατί δεν αντιληφθήκαμε πως όλες οι κορφές που θέλαμε να κατακτήσουμε, που θα έκαναν την κάθε στιγμή συναρπαστική, είναι έξω από την ζώνη ασφαλείας που οριοθετήσαμε. Επιλέξαμε να μην βάλουμε πλώρη για την Ιθάκη μας, γιατί δεν θέλουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τους Λαιστρυγόνες, τους Κύκλωπες και τον θυμό του Ποσειδώνα.
Τί φοβάσαι; Πάτησε πάνω στο φόβο σου κι ανέβα. Όταν ο φόβος κάνει κίνηση μέσα σου, φώναξε ΑΛΤ! Ο φόβος δεν ξέρει το συνθηματικό, ξέρει μόνο να καμουφλάρεται σαν λογική στο κρανίο και να επιβάλλεται. Επέλεξε να κάνεις τη ζωή σου συναρπαστική. Όπως είπε κι ο δάσκαλος «Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε».
Τόνι Αγκαστινιώτης
09/02/2022
ΥΠΗΡΞΕΣ;
Αν δεν έχεις αμφισβητήσει ποτέ τον εαυτό σου
το μυαλό και την καρδιά σου
τις ιδέες και τα πιστεύω σου
τις αρχές και τις αξίες σου
τις φιλοσοφίες και τις θεωρίες σου
τους γονείς και τη ράτσα σου
τους ιερείς και τους γκουρού σου
την πατρίδα και το κόμμα σου
τις σημαίες και τα σύμβολα σου
την ιστορία και τα είδωλα σου…
ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕΣ ΠΟΤΕ
Τόνι Αγκαστινιώτης
03/09/2021
Αν δεν έχεις αμφισβητήσει ποτέ τον εαυτό σου
το μυαλό και την καρδιά σου
τις ιδέες και τα πιστεύω σου
τις αρχές και τις αξίες σου
τις φιλοσοφίες και τις θεωρίες σου
τους γονείς και τη ράτσα σου
τους ιερείς και τους γκουρού σου
την πατρίδα και το κόμμα σου
τις σημαίες και τα σύμβολα σου
την ιστορία και τα είδωλα σου…
ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕΣ ΠΟΤΕ
Τόνι Αγκαστινιώτης
03/09/2021
Σαρδάμ
Τι πίνεις πατρίδα και δεν μας πουλάς,
κυβερνούν τη ζωή μας καμένα μυαλά
Νεόφυτοι,Ησαΐες, άμβωνες κι αλληγορίες,
εποχές χαλεπές για ιερές κωμωδίες.
Παπάδες, ραβίνοι ραγιάδες και κρίνοι,
η Παναγίτσα η καλή κορονοϊούλη μας δίνει.
Απ΄τον πατήρ στον ιό και το πνεύμα σαλεύει,
να φορέσω την μάσκα ή να ξυρίσω το γένι.
Εμβολιασμένοι και μη, να σου τρίζουν τα δόντια,
και στην κλίνη απάνω να σου σβήνουν τα χρόνια.
Από Παπαφλέσσα στο Στυλιανίδη, του γένους ταξίδι,
αν είμαστε έθνος ή χωσμένοι στη λήθη.
Μακάριος, Γρίβας, κι από Σπύρο σε Νίκο,
για μια θέση καλή ξεπουλάμε την ψήφο.
Πριν να πάρεις ανάσα, Αλταμίρα, εκποιήσεις,
να ζητιανεύεις ψωμί και να σου δίνουνε κλήσεις
Λογιστές, τραπεζίτες και του κράτους κηφήνες,
Σεϋχέλλες, εξοχικά κι ακριβές λιμουζίνες.
Ιθαγένεια πατρίδας σε τιμή ευκαιρίας,
και το κράτος να λέει έχει άδεια ταμεία.
Στην Πουρνάρα ηδονή και αθέμιτη βία,
ξεχασμένα παιδιά που δεν έχουν βιβλία.
Ο φασίστας απαιτεί να κρατά την παιδεία,
βάλτε Μαρξ, Καζαντζάκη ξανά στα σχολεία.
Κάτι μέσα κοχλάζει, φωνάζει, σκασμός,
ήρθε η ώρα να γύρω, ρε κλείσε το φως.
Τόνι Αγκαστινιώτης
07/09/2021
Τι πίνεις πατρίδα και δεν μας πουλάς,
κυβερνούν τη ζωή μας καμένα μυαλά
Νεόφυτοι,Ησαΐες, άμβωνες κι αλληγορίες,
εποχές χαλεπές για ιερές κωμωδίες.
Παπάδες, ραβίνοι ραγιάδες και κρίνοι,
η Παναγίτσα η καλή κορονοϊούλη μας δίνει.
Απ΄τον πατήρ στον ιό και το πνεύμα σαλεύει,
να φορέσω την μάσκα ή να ξυρίσω το γένι.
Εμβολιασμένοι και μη, να σου τρίζουν τα δόντια,
και στην κλίνη απάνω να σου σβήνουν τα χρόνια.
Από Παπαφλέσσα στο Στυλιανίδη, του γένους ταξίδι,
αν είμαστε έθνος ή χωσμένοι στη λήθη.
Μακάριος, Γρίβας, κι από Σπύρο σε Νίκο,
για μια θέση καλή ξεπουλάμε την ψήφο.
Πριν να πάρεις ανάσα, Αλταμίρα, εκποιήσεις,
να ζητιανεύεις ψωμί και να σου δίνουνε κλήσεις
Λογιστές, τραπεζίτες και του κράτους κηφήνες,
Σεϋχέλλες, εξοχικά κι ακριβές λιμουζίνες.
Ιθαγένεια πατρίδας σε τιμή ευκαιρίας,
και το κράτος να λέει έχει άδεια ταμεία.
Στην Πουρνάρα ηδονή και αθέμιτη βία,
ξεχασμένα παιδιά που δεν έχουν βιβλία.
Ο φασίστας απαιτεί να κρατά την παιδεία,
βάλτε Μαρξ, Καζαντζάκη ξανά στα σχολεία.
Κάτι μέσα κοχλάζει, φωνάζει, σκασμός,
ήρθε η ώρα να γύρω, ρε κλείσε το φως.
Τόνι Αγκαστινιώτης
07/09/2021
Το κρυφό σχολειό
Το κρυφό σχολειό της ζωής είναι τα λάθη που κάναμε, τα προσκόμματα πάνω στα οποία σκοντάψαμε, το βούρκο μέσα στο οποίο κυλιστήκαμε σαν γουρούνια, οι λανθασμένες στροφές και αναστροφές που πήραμε σε θολωμένες στιγμές, πράξεις και φράσεις για τις οποίες μετανιώσαμε… αυτά είναι τα διπλώματα που πρέπει να κρεμάμε στους τοίχους μας.
Αν δεν πειραματιστήκαμε, αν δεν δοκιμάσαμε κι αν δεν αποτύχαμε, είμαστε ακόμα αναλφάβητοι, σκουριασμένοι μέσα στον ίδιο μας το φόβο. Ξέρω ανθρώπους που δεν έχουν πόδια και περπάτησαν ταξίδια χιλίων μιλίων κι ανθρώπους με πόδια, που δεν έκαναν ποτέ ένα βήμα στη ζωή τους. Μα πιο τραγικό είναι να έχει ο άνθρωπος κτύπους, αλλά να μην έχει καρδιά.
Τόνι Αγκαστινιώτης
2021
Το κρυφό σχολειό της ζωής είναι τα λάθη που κάναμε, τα προσκόμματα πάνω στα οποία σκοντάψαμε, το βούρκο μέσα στο οποίο κυλιστήκαμε σαν γουρούνια, οι λανθασμένες στροφές και αναστροφές που πήραμε σε θολωμένες στιγμές, πράξεις και φράσεις για τις οποίες μετανιώσαμε… αυτά είναι τα διπλώματα που πρέπει να κρεμάμε στους τοίχους μας.
Αν δεν πειραματιστήκαμε, αν δεν δοκιμάσαμε κι αν δεν αποτύχαμε, είμαστε ακόμα αναλφάβητοι, σκουριασμένοι μέσα στον ίδιο μας το φόβο. Ξέρω ανθρώπους που δεν έχουν πόδια και περπάτησαν ταξίδια χιλίων μιλίων κι ανθρώπους με πόδια, που δεν έκαναν ποτέ ένα βήμα στη ζωή τους. Μα πιο τραγικό είναι να έχει ο άνθρωπος κτύπους, αλλά να μην έχει καρδιά.
Τόνι Αγκαστινιώτης
2021
Χάθηκε η αλάνα
Δεν υπάρχει πια η γειτονιά, τα κάγκελα με τα ανθισμένα γιασεμιά, τα στενά δρομάκια με τις γιαγιάδες στα καλντερίμια να κεντούν και τα παιδιά να τρέχουν ξέγνοιαστα στο πλακόστρωτο. Τα γαϊδούρια κλειδωμένα σε φάρμες σαν εκθέματα μουσείου, μαζί με αργαλειούς και στραβωμένα δρεπάνια. Στα αλώνια αντί να λιχνίζουν στάρια, φυτεύουν εξοχικά και τα φρούτα έρχονται άγευστα σε καταψύκτες από τα πέρατα της γης. Τα καρπούζια σαν κολοκύθες, μήτε μυρωδιά μήτε γεύση και οι ντομάτες να μοιάζουν με πλαστικές μπαλίτσες, σαν αυτές που φοράει ο παλιάτσος στη μύτη του.
Πώς να περιγράψω στα παιδιά μου τον κόσμο πριν φυσήξει από τη δύση ο ζέφυρος; Τώρα οι γεωργοί σκυμμένοι σε μικρές οθόνες σπέρνουν υπηρεσίες και τρυγούν χρήμα ηλεκτρονικό. Ήρθε η πρόοδος και χάθηκε η αλάνα, ο άνθρωπος, το γιασεμί, το χαμόγελο, το χρώμα της ζωής. Πληρώνεις το «καλημέρα» και ψιθυρίζεις με τρεμάμενα χείλη το «καληνύχτα», γιατί δεν κρύβει πια όνειρα το αύριο. Ο εχθρός σε κοιτάζει κατάματα το πρωινό στον καθρέφτη. Αν θες να τον νικήσεις, κάνε τον καθρέφτη θρύψαλα. Θα συνεχίσει να σε ακολουθεί μέσα στην σκιά σου, μα αν περπατάς προς τον ήλιο θα είναι πάντα πίσω σου. Σε αυτό τον κόσμο που ζω, ότι νοσταλγώ έχει από καιρό πεθάνει κι έβαλα πλώρη προς τις νοσταλγίες μου.
Τόνι Αγκαστινιώτης
2021
Δεν υπάρχει πια η γειτονιά, τα κάγκελα με τα ανθισμένα γιασεμιά, τα στενά δρομάκια με τις γιαγιάδες στα καλντερίμια να κεντούν και τα παιδιά να τρέχουν ξέγνοιαστα στο πλακόστρωτο. Τα γαϊδούρια κλειδωμένα σε φάρμες σαν εκθέματα μουσείου, μαζί με αργαλειούς και στραβωμένα δρεπάνια. Στα αλώνια αντί να λιχνίζουν στάρια, φυτεύουν εξοχικά και τα φρούτα έρχονται άγευστα σε καταψύκτες από τα πέρατα της γης. Τα καρπούζια σαν κολοκύθες, μήτε μυρωδιά μήτε γεύση και οι ντομάτες να μοιάζουν με πλαστικές μπαλίτσες, σαν αυτές που φοράει ο παλιάτσος στη μύτη του.
Πώς να περιγράψω στα παιδιά μου τον κόσμο πριν φυσήξει από τη δύση ο ζέφυρος; Τώρα οι γεωργοί σκυμμένοι σε μικρές οθόνες σπέρνουν υπηρεσίες και τρυγούν χρήμα ηλεκτρονικό. Ήρθε η πρόοδος και χάθηκε η αλάνα, ο άνθρωπος, το γιασεμί, το χαμόγελο, το χρώμα της ζωής. Πληρώνεις το «καλημέρα» και ψιθυρίζεις με τρεμάμενα χείλη το «καληνύχτα», γιατί δεν κρύβει πια όνειρα το αύριο. Ο εχθρός σε κοιτάζει κατάματα το πρωινό στον καθρέφτη. Αν θες να τον νικήσεις, κάνε τον καθρέφτη θρύψαλα. Θα συνεχίσει να σε ακολουθεί μέσα στην σκιά σου, μα αν περπατάς προς τον ήλιο θα είναι πάντα πίσω σου. Σε αυτό τον κόσμο που ζω, ότι νοσταλγώ έχει από καιρό πεθάνει κι έβαλα πλώρη προς τις νοσταλγίες μου.
Τόνι Αγκαστινιώτης
2021
Το ποίημα του Κουτλού Ανταλί, που δολοφονήθηκε στις 6 Ιουλίου 1996 από τούρκους εξτρεμιστές.
«Στις ακτές της Κερύνειας»
Ελιές μεγάλες και λαδερές
καρπίζουν στα χέρια της μικρής χωριατοπούλας
καθώς η Κύπρος μου στους αιώνες
Ύστερα με χαϊδεύει η αύρα της θάλασσας
ύστερα η φωνή της ελευθερίας πλησιάζει
ύστερα καθώς δίνω τον εαυτό μου
στη δική μου πατρίδα
ελευθερώνομαι
Τα όνειρα είναι δυνατά
σαν το κάστρο της Κερύνειας
Κάτω στο μόλο περιμένουν
με ανοικτές αγκάλες
τον αγαπημένο
εκκλησιές με σιωπηλές καμπάνες
βάρκες που σταμάτησε ο βοριάς
και τα πανιά τους πέσαν
Άδειος ο Ζέφυρος κι ο Παχύαμμος
κι η θάλασσα κακοφανισμένη
Σταματημένος ο αέρας στο Μπέλλα-Πάϊς
Γίνομαι πόλη που διψά για την ειρήνη
Γίνομαι γη που καρπίζει ελιές
και σοδειά του ανθρώπου της δικής μου πατρίδας
Γνωρίζω ότι αυτό είναι το χέρι της πατρίδας μου
Γνωρίζω ότι αυτός είναι ο αέρας των βουνών μας
Έγινε η χωριατοπούλα με τις πλεξούδες
καθώς το εφτάκαρπο της γης μου
ρόδο του βουνού
έγινε η μυρωμένη Κερύνεια
«Στις ακτές της Κερύνειας»
Ελιές μεγάλες και λαδερές
καρπίζουν στα χέρια της μικρής χωριατοπούλας
καθώς η Κύπρος μου στους αιώνες
Ύστερα με χαϊδεύει η αύρα της θάλασσας
ύστερα η φωνή της ελευθερίας πλησιάζει
ύστερα καθώς δίνω τον εαυτό μου
στη δική μου πατρίδα
ελευθερώνομαι
Τα όνειρα είναι δυνατά
σαν το κάστρο της Κερύνειας
Κάτω στο μόλο περιμένουν
με ανοικτές αγκάλες
τον αγαπημένο
εκκλησιές με σιωπηλές καμπάνες
βάρκες που σταμάτησε ο βοριάς
και τα πανιά τους πέσαν
Άδειος ο Ζέφυρος κι ο Παχύαμμος
κι η θάλασσα κακοφανισμένη
Σταματημένος ο αέρας στο Μπέλλα-Πάϊς
Γίνομαι πόλη που διψά για την ειρήνη
Γίνομαι γη που καρπίζει ελιές
και σοδειά του ανθρώπου της δικής μου πατρίδας
Γνωρίζω ότι αυτό είναι το χέρι της πατρίδας μου
Γνωρίζω ότι αυτός είναι ο αέρας των βουνών μας
Έγινε η χωριατοπούλα με τις πλεξούδες
καθώς το εφτάκαρπο της γης μου
ρόδο του βουνού
έγινε η μυρωμένη Κερύνεια
“Με θαρρούν λόγιο, διανοούμενο, γραφιά
και δεν είμαι τίποτα απ΄ αυτά,
τα δάχτυλά μου όταν γράφω δεν μελανώνονται.
θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο,
μία απροσκύνητη ψυχή”
Νίκος Καζαντζάκης
Νά τι χρειάζεται ο κόσμος σήμερα… απροσκύνητες ψυχές!
Οι απροσκύνητες ψυχές είναι λεύτερες. Δεν γλύφουν, δεν μασάνε συλλαβές να περάσουν. Δεν χαρίζουν την αξιοπρέπεια τους ούτε για το χρυσό, ούτε για τον θρόνο. Δεν υφαίνουν στα υπόγεια της διαπλοκής για το συμφέρον. Κρατούν την ύπαρξη τους μέσα στο φως της αλήθειας. Οι απροσκύνητες ψυχές, παίρνουν την λάσπη που τους ρίχνουν και φυτεύουν μέσα σπόρους. Όταν τις πετροβολούν, παίρνουν τις πέτρες και κτίζουν φάρους να σώσουν καράβια. Δεν μπορείς να τις κουμαντάρεις με χαλινάρια, δεν εξημερώνονται. Γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα στις φουρτούνες, μα ο βυθός τους είναι πάντα πράος κι ατάραχος. Δεν ξέρουν τίποτα κι όμως βαστάζουν όλη την απλότητα του σύμπαντος μέσα τους.
Αν αγκαλιάσεις μια τέτοια ψυχή, έχεις αγκαλιάσει το θείο σε όλες τους τις όψεις, αλλά ακόμα πιο τρομακτικό, έχεις εγκολπωθεί όλη την ανθρωπότητα σε μια στιγμή.
και δεν είμαι τίποτα απ΄ αυτά,
τα δάχτυλά μου όταν γράφω δεν μελανώνονται.
θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο,
μία απροσκύνητη ψυχή”
Νίκος Καζαντζάκης
Νά τι χρειάζεται ο κόσμος σήμερα… απροσκύνητες ψυχές!
Οι απροσκύνητες ψυχές είναι λεύτερες. Δεν γλύφουν, δεν μασάνε συλλαβές να περάσουν. Δεν χαρίζουν την αξιοπρέπεια τους ούτε για το χρυσό, ούτε για τον θρόνο. Δεν υφαίνουν στα υπόγεια της διαπλοκής για το συμφέρον. Κρατούν την ύπαρξη τους μέσα στο φως της αλήθειας. Οι απροσκύνητες ψυχές, παίρνουν την λάσπη που τους ρίχνουν και φυτεύουν μέσα σπόρους. Όταν τις πετροβολούν, παίρνουν τις πέτρες και κτίζουν φάρους να σώσουν καράβια. Δεν μπορείς να τις κουμαντάρεις με χαλινάρια, δεν εξημερώνονται. Γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα στις φουρτούνες, μα ο βυθός τους είναι πάντα πράος κι ατάραχος. Δεν ξέρουν τίποτα κι όμως βαστάζουν όλη την απλότητα του σύμπαντος μέσα τους.
Αν αγκαλιάσεις μια τέτοια ψυχή, έχεις αγκαλιάσει το θείο σε όλες τους τις όψεις, αλλά ακόμα πιο τρομακτικό, έχεις εγκολπωθεί όλη την ανθρωπότητα σε μια στιγμή.
Το σιωπηλό δωμάτιο
Ο κόσμος μέσα μου ένα σιωπηλό δωμάτιο
με κλειστά παντζούρια
όσο για να περνούν οι λιγοστές σκιές του έξω κόσμου.
Που και που ανοίγω τα βράδια το ένα φύλλο
το αριστερά
κι αγναντεύω τις πανσέληνους που διασχίζουν αθόρυβα τους κόσμους.
Δεν βρίσκω πια συλλαβές να φτιάξω εκφράσεις.
Ουρλιάζω μονολόγους αναζητώντας αντίλαλους
που δεν επιστρέφουν ποτέ.
Δεν με προσέχει κανείς.
Έξω το τσίρκο του κόσμου φωτισμένο.
Ακροβάτες σε φθαρμένα σχοινιά
και παλιάτσοι σοβατισμένοι
να πουλούν την ψυχή για μια χούφτα
πλαστικό χειροκρότημα.
Φορτωμένοι πτυχία
ηδονές και βραβεία
να συλλέγουν για λάφυρα
του θιασώτη τα όνειρα.
Πρωτοκαθεδρίες μεστές
με πρωτοκλασάτους μαστροπούς συνειδήσεων
που πλασάρουν τη θηλιά σε φυλλάδες πολύχρωμες.
Κρυμμένοι πίσω από ραφινάτες κουβέντες
μαύρα κουστούμια
και λουστρίνια στα πόδια
χειραγωγούν το ανθρωπάκι στο περιθώριο.
Στην παραμύθα της ευμάρειας
στήθηκε γαϊτανάκι
κι ο κόσμος κρεμάστηκε να κρατηθεί
στα ξεφτισμένα λουριά του.
Δεν ακολουθώ.
Εδώ
πίσω απ τα σφραγισμένα παντζούρια
αλητεύω στα σκοτεινά σοκάκια της σιωπής
κι ο κόσμος κλειδωμένος στην απέξω.
Οι αισθήσεις κρυμμένες
σαν αρχαίοι μύστες σε σκοτεινές σπηλιές
που έκλεισαν τον κύκλο τους.
Έσχατη τελετουργία
η ταφή των αισθήσεων.
Όλα όσα είμαι
ένας απαλός άνεμος που διαπέρασε τον κόσμο βουβός
κι έσβησε πάνω σε μια θάλασσα
που χώρεσε σ' ένα σιωπηλό δωμάτιο
με κλειστά παντζούρια.
Είμαι εδώ…
Δεν ακούει κανείς…
Στον τάφο της αγάπης προσκυνώ
με δυο χείλια που αρνούνται να σμίξουν
μη δώσουν λέξεις με νόημα
σ' ένα κόσμο με σάπια κρικέλια
που δεν μπορεί να βαστάξει κανείς.
Ανάμεσα απ τις ρωγμές της σκασμένης γης κρυφοκοιτάζω
μήπως της αγάπης η αγάπη άφησε σπόρια.
Μη τυχόν κι ορμήσει ξανά η δύναμη της στο αύριο.
Τυφλώθηκα παρατηρώντας
κι απόκαμα
σαν να κοίταξα τον ήλιο με κόρες γυμνές.
Κι όμως
είναι άπλετο το σκοτάδι στις σκισμές του κόσμου.
Μόνη συντροφιά
τα σφυρίγματα των Σειρήνων από τους βυθούς των αιώνων.
Νύμφες της νύχτας
που πέταξαν στης καρδιάς τ' απόμερο νησί
να σφυρηλατήσουν την ασχήμια του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση.
Η ασχήμια σου που καθρεφτίζεται μέσα μου
με τρομάζει.
Παραμιλητά
αναστεναγμοί
και βαριές ανάσες που καλπάζουν στην σιγή
ο στερνός απόηχος της αφουγκρασμένης ψυχής.
Όχι δεν είσαι δικός μου θεός.
Εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους ράτσα μήτε γαίμα.
Απάτωρ είμαι και αμήτωρ
αγενεαλόγητος
η απόλυτη μονάδα που χάθηκε στο πλύθος.
Που Εσπερίδες οι κήποι σας;
Ήθελα να ψηλαφίσω τα άνθη απ τις μηλιές
να καταχωνιάσω τα πλούτη εκεί που το άπληστο
και το χωλό δεν φτάνει.
Μα το τσίρκο έχει απλώσει τη σκηνή απ' άκρου εις άκρον.
Όπου γης καρφωμένοι πάσσαλοι να της ρουφούν το αίμα
και στ’ αετού το κέλευσμα καμιά απόκριση.
Η συνομωσία της σιωπής
μ’ απλωμένους ιστούς παγιδεύει το θήραμα.
Όλοι οι θησαυροί εδώ
καλά κρυμμένοι στο σιωπηλό δωμάτιο
με τα κλειστά παντζούρια.
Ναι, εγώ κλέφτης
και τα κλειδιά της ζωή και του θανάτου
βαθειά βυθισμένα στις φλέβες μου.
Πρωτόγνωρο συναίσθημα
μα αρχέγονο όσο ο μακρόκοσμος.
Φόβος!
Οι νεκροί τρέμουν τον θάνατο
οι ζωντανοί την άχνα.
Όλα στην απαντοχή.
Παρά τις όχθες του Αχέροντα χωρίς οβολό για ναύλα
κι μοίρα δίχα αδράχτι.
Που η αρχή της ρόδας
και που το ηλιόγερμα να ξανασάνει η οικουμένη;
Το φως ψηλαφίζει το σκοτάδι της ελπίδας
η έσχατη μάχη της ψυχής.
Στην κουπαστή ο Χάρωνας
χωρίς κατάρτι και πανί
απρόσωπος
δίκαιος
έτοιμος
κι κόσμος μέσα μου
σιωπηλό δωμάτιο σε κλοιό πολιορκίας
κι ο άθεος θεός απών.
Η απόλυτη εγκατάλειψη.
Άγονη υπομονή
Που ο μεσσίας και το κρίνο
Που σταυρός και η ανάσταση;
Δεν έχει άλλα γεννητούρια η φυλή.
Στείρα η μήτρα που γεννοβόλησε το ΕΝΑ
και γαλούχησε την συνείδηση με πυρ και ύδωρ.
Καθηλωμένος στην ρίζα της γνώσης
ο φωτισμένος αναρριχάται στους γυμνούς τοίχους
και χάνεται στο πλεχτό της αράχνης.
Εδέμ
παράδεισος που ανθίζει πάντα κάπου στο αύριο.
Περιτριγυρισμένος σε ήχους
κι απόηχους
μα η δυστυχία της μοναξιάς κριμένη σε πλαστά χαμόγελα.
Μύρια προσωπεία
ένα για κάθε παράσταση.
Σύντροφος
πατέρας
φίλος
αδελφός
μα ποτέ άνθρωπος
κι ας έχω την όψη του ανθρώπου
π’ ανέβηκε απ τη λάσπη
κι ας έχω την όψη του ζώου
που κατηφόρισε απ’ το δέντρο της γνώσης
να φτιάξει το τσίρκο της Βαβυλώνας.
Η αγάπη που ρουφιάνισε
κι έγινε πόλεμος κι αντίπαλός
και οι γλυκές του έρωτα λέξεις
σαν ρομφαίες δίστομες περιστρεφόμενες
διαπερνούν την ψυχή.
Υποσχέσεις που έσβησαν μόνες στα βάθη των ωκεανών
μέσα στις στοές της Ατλαντίδος
και στα ξεσκίσματα των κυμάτων στους κόκκους της άμμου.
Η οργή του Ποσειδώνα
κλειδωμένη σ’ ένα άδειο όστρακο
δεμένο στο σβέρκο μου.
Ψέμα άσπλαχνο
που έκλεψε το μαργαριτάρι της χαράς
και γκρέμισε στην αλμύρα της σιωπής την αγάπη.
Ο κλειδοκράτορας της καρδιάς
πουθενά στον ορίζοντα
να ξεκλειδώσει τη χορδή του τόξου.
Τα κορμιά αποξενωμένα
δεν ξεγυμνώνονται πια.
Δεν παλεύουν, δεν ιδρώνουν.
Έχασαν τα χαμόγελα τους στην ένδεια του κόσμου.
Ανασαίνουν βαριά.
Όχι από τέρψη
από κόπωση.
Το άγγιγμα δεν είναι πια ηδονή στο κορμί της Πηνελόπης.
Άφτερο βέλος που αφήνει άθικτο το σκοπούμενο.
Πότε πιο δεξιά
πότε πιο ψηλά
μα ποτέ στο διάνοιγμα των τσεκουριών.
Οδύνη και θλίψη
που σαν ψαλμωδία ταξιδεύει τα βράδια στ’ ονείρεμα.
Οι μνηστήρες
μια ομήγυρη που μουρμουρίζει ως το ξημέρωμα
την απαρχή μιας άλλης μοναξιάς.
Το τέρμα της κάθε οδύσσειας
η αποξένωση.
Ένα τοίχος φυτεμένος ανάμεσα μας.
Το ψέμα που με κλείδωσε στις σκιές
και δεν μπορώ πια από το τρέμουλο
να σημαδέψω το αύριο.
Ποια φωνή με καλεί έξω απ’ την κρυψώνα μου;
Λιγοψυχώ!
Στο έρμο τούτο δωμάτιο
πίσω απ’ τα κλειστά παντζούρια
έχω κρύψει ολάκερο τον θησαυρό μου.
Μεγάλο το ρίσκο
όσο και η πληγή στο στήθος
που ανοίγει στην κάθε εισπνοή.
Στο τσίρκο του κόσμου
το λεύτερο συρρικνώνετε
η φλόγα αλλοιώνεται
η φωνή φιμώνεται
η αγάπη τεμαχίζεται.
Όχι, όχι θα μείνω εδώ
καρδιά μου δεν δεσμεύετε
Ο κόσμος μέσα μου ένα σιωπηλό δωμάτιο
με κλειστά παντζούρια
όσο για να περνούν οι λιγοστές σκιές του έξω κόσμου.
Που και που ανοίγω τα βράδια το ένα φύλλο
το αριστερά
κι αγναντεύω τις πανσέληνους που διασχίζουν αθόρυβα τους κόσμους.
Δεν βρίσκω πια συλλαβές να φτιάξω εκφράσεις.
Ουρλιάζω μονολόγους αναζητώντας αντίλαλους
που δεν επιστρέφουν ποτέ.
Δεν με προσέχει κανείς.
Έξω το τσίρκο του κόσμου φωτισμένο.
Ακροβάτες σε φθαρμένα σχοινιά
και παλιάτσοι σοβατισμένοι
να πουλούν την ψυχή για μια χούφτα
πλαστικό χειροκρότημα.
Φορτωμένοι πτυχία
ηδονές και βραβεία
να συλλέγουν για λάφυρα
του θιασώτη τα όνειρα.
Πρωτοκαθεδρίες μεστές
με πρωτοκλασάτους μαστροπούς συνειδήσεων
που πλασάρουν τη θηλιά σε φυλλάδες πολύχρωμες.
Κρυμμένοι πίσω από ραφινάτες κουβέντες
μαύρα κουστούμια
και λουστρίνια στα πόδια
χειραγωγούν το ανθρωπάκι στο περιθώριο.
Στην παραμύθα της ευμάρειας
στήθηκε γαϊτανάκι
κι ο κόσμος κρεμάστηκε να κρατηθεί
στα ξεφτισμένα λουριά του.
Δεν ακολουθώ.
Εδώ
πίσω απ τα σφραγισμένα παντζούρια
αλητεύω στα σκοτεινά σοκάκια της σιωπής
κι ο κόσμος κλειδωμένος στην απέξω.
Οι αισθήσεις κρυμμένες
σαν αρχαίοι μύστες σε σκοτεινές σπηλιές
που έκλεισαν τον κύκλο τους.
Έσχατη τελετουργία
η ταφή των αισθήσεων.
Όλα όσα είμαι
ένας απαλός άνεμος που διαπέρασε τον κόσμο βουβός
κι έσβησε πάνω σε μια θάλασσα
που χώρεσε σ' ένα σιωπηλό δωμάτιο
με κλειστά παντζούρια.
Είμαι εδώ…
Δεν ακούει κανείς…
Στον τάφο της αγάπης προσκυνώ
με δυο χείλια που αρνούνται να σμίξουν
μη δώσουν λέξεις με νόημα
σ' ένα κόσμο με σάπια κρικέλια
που δεν μπορεί να βαστάξει κανείς.
Ανάμεσα απ τις ρωγμές της σκασμένης γης κρυφοκοιτάζω
μήπως της αγάπης η αγάπη άφησε σπόρια.
Μη τυχόν κι ορμήσει ξανά η δύναμη της στο αύριο.
Τυφλώθηκα παρατηρώντας
κι απόκαμα
σαν να κοίταξα τον ήλιο με κόρες γυμνές.
Κι όμως
είναι άπλετο το σκοτάδι στις σκισμές του κόσμου.
Μόνη συντροφιά
τα σφυρίγματα των Σειρήνων από τους βυθούς των αιώνων.
Νύμφες της νύχτας
που πέταξαν στης καρδιάς τ' απόμερο νησί
να σφυρηλατήσουν την ασχήμια του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση.
Η ασχήμια σου που καθρεφτίζεται μέσα μου
με τρομάζει.
Παραμιλητά
αναστεναγμοί
και βαριές ανάσες που καλπάζουν στην σιγή
ο στερνός απόηχος της αφουγκρασμένης ψυχής.
Όχι δεν είσαι δικός μου θεός.
Εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους ράτσα μήτε γαίμα.
Απάτωρ είμαι και αμήτωρ
αγενεαλόγητος
η απόλυτη μονάδα που χάθηκε στο πλύθος.
Που Εσπερίδες οι κήποι σας;
Ήθελα να ψηλαφίσω τα άνθη απ τις μηλιές
να καταχωνιάσω τα πλούτη εκεί που το άπληστο
και το χωλό δεν φτάνει.
Μα το τσίρκο έχει απλώσει τη σκηνή απ' άκρου εις άκρον.
Όπου γης καρφωμένοι πάσσαλοι να της ρουφούν το αίμα
και στ’ αετού το κέλευσμα καμιά απόκριση.
Η συνομωσία της σιωπής
μ’ απλωμένους ιστούς παγιδεύει το θήραμα.
Όλοι οι θησαυροί εδώ
καλά κρυμμένοι στο σιωπηλό δωμάτιο
με τα κλειστά παντζούρια.
Ναι, εγώ κλέφτης
και τα κλειδιά της ζωή και του θανάτου
βαθειά βυθισμένα στις φλέβες μου.
Πρωτόγνωρο συναίσθημα
μα αρχέγονο όσο ο μακρόκοσμος.
Φόβος!
Οι νεκροί τρέμουν τον θάνατο
οι ζωντανοί την άχνα.
Όλα στην απαντοχή.
Παρά τις όχθες του Αχέροντα χωρίς οβολό για ναύλα
κι μοίρα δίχα αδράχτι.
Που η αρχή της ρόδας
και που το ηλιόγερμα να ξανασάνει η οικουμένη;
Το φως ψηλαφίζει το σκοτάδι της ελπίδας
η έσχατη μάχη της ψυχής.
Στην κουπαστή ο Χάρωνας
χωρίς κατάρτι και πανί
απρόσωπος
δίκαιος
έτοιμος
κι κόσμος μέσα μου
σιωπηλό δωμάτιο σε κλοιό πολιορκίας
κι ο άθεος θεός απών.
Η απόλυτη εγκατάλειψη.
Άγονη υπομονή
Που ο μεσσίας και το κρίνο
Που σταυρός και η ανάσταση;
Δεν έχει άλλα γεννητούρια η φυλή.
Στείρα η μήτρα που γεννοβόλησε το ΕΝΑ
και γαλούχησε την συνείδηση με πυρ και ύδωρ.
Καθηλωμένος στην ρίζα της γνώσης
ο φωτισμένος αναρριχάται στους γυμνούς τοίχους
και χάνεται στο πλεχτό της αράχνης.
Εδέμ
παράδεισος που ανθίζει πάντα κάπου στο αύριο.
Περιτριγυρισμένος σε ήχους
κι απόηχους
μα η δυστυχία της μοναξιάς κριμένη σε πλαστά χαμόγελα.
Μύρια προσωπεία
ένα για κάθε παράσταση.
Σύντροφος
πατέρας
φίλος
αδελφός
μα ποτέ άνθρωπος
κι ας έχω την όψη του ανθρώπου
π’ ανέβηκε απ τη λάσπη
κι ας έχω την όψη του ζώου
που κατηφόρισε απ’ το δέντρο της γνώσης
να φτιάξει το τσίρκο της Βαβυλώνας.
Η αγάπη που ρουφιάνισε
κι έγινε πόλεμος κι αντίπαλός
και οι γλυκές του έρωτα λέξεις
σαν ρομφαίες δίστομες περιστρεφόμενες
διαπερνούν την ψυχή.
Υποσχέσεις που έσβησαν μόνες στα βάθη των ωκεανών
μέσα στις στοές της Ατλαντίδος
και στα ξεσκίσματα των κυμάτων στους κόκκους της άμμου.
Η οργή του Ποσειδώνα
κλειδωμένη σ’ ένα άδειο όστρακο
δεμένο στο σβέρκο μου.
Ψέμα άσπλαχνο
που έκλεψε το μαργαριτάρι της χαράς
και γκρέμισε στην αλμύρα της σιωπής την αγάπη.
Ο κλειδοκράτορας της καρδιάς
πουθενά στον ορίζοντα
να ξεκλειδώσει τη χορδή του τόξου.
Τα κορμιά αποξενωμένα
δεν ξεγυμνώνονται πια.
Δεν παλεύουν, δεν ιδρώνουν.
Έχασαν τα χαμόγελα τους στην ένδεια του κόσμου.
Ανασαίνουν βαριά.
Όχι από τέρψη
από κόπωση.
Το άγγιγμα δεν είναι πια ηδονή στο κορμί της Πηνελόπης.
Άφτερο βέλος που αφήνει άθικτο το σκοπούμενο.
Πότε πιο δεξιά
πότε πιο ψηλά
μα ποτέ στο διάνοιγμα των τσεκουριών.
Οδύνη και θλίψη
που σαν ψαλμωδία ταξιδεύει τα βράδια στ’ ονείρεμα.
Οι μνηστήρες
μια ομήγυρη που μουρμουρίζει ως το ξημέρωμα
την απαρχή μιας άλλης μοναξιάς.
Το τέρμα της κάθε οδύσσειας
η αποξένωση.
Ένα τοίχος φυτεμένος ανάμεσα μας.
Το ψέμα που με κλείδωσε στις σκιές
και δεν μπορώ πια από το τρέμουλο
να σημαδέψω το αύριο.
Ποια φωνή με καλεί έξω απ’ την κρυψώνα μου;
Λιγοψυχώ!
Στο έρμο τούτο δωμάτιο
πίσω απ’ τα κλειστά παντζούρια
έχω κρύψει ολάκερο τον θησαυρό μου.
Μεγάλο το ρίσκο
όσο και η πληγή στο στήθος
που ανοίγει στην κάθε εισπνοή.
Στο τσίρκο του κόσμου
το λεύτερο συρρικνώνετε
η φλόγα αλλοιώνεται
η φωνή φιμώνεται
η αγάπη τεμαχίζεται.
Όχι, όχι θα μείνω εδώ
καρδιά μου δεν δεσμεύετε