TONY-DIRECT
  • αρχικη
  • Γυμνη Αληθεια
  • Çıplak Gerçek
  • ΒΙΒΛΙΟ
  • ΚΕΙΜΕΝΑ
  • video
  • Επαφη-Contact
Οι θύμησες
Πολίτης 7 Οκτώβρη 2007 - Afrika, 8 Οκτώβρη 2007  



«Η γης δεν έχει κρικέλια
για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν
μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι,
να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι».
                                                   
Γιώργος Σεφέρης - Σαλαμίνα της Κύπρος


Δεν πρέπει να μας άρεσε ο κόσμος όταν ήμασταν παιδιά, αλλιώς δεν θα θέλαμε να μεγαλώσουμε για να τον αλλάξουμε. Εμείς δεν είχαμε πολλές επιλογές για όνειρα, στα παιδικά μας χρόνια. Η προσφυγιά μάς έσερνε από το ένα μέρος στο άλλο, και μέχρι να ξαναποκτήσουμε την ασφάλεια ενός σταθερού σπιτιού, αποκτήσαμε τσιγγάνικες καρδιές. Όπως μου έλεγε προχθές ο φίλος μου Birol Oskaya, «εμείς, τα παιδιά του πολέμου μεγαλώσαμε με χαρακωμένες ψυχές». Μας ξερίζωσαν από τις γειτονιές των ονείρων μας και μαζί ξερίζωσαν το παιδί μέσα από την ψυχή μας.

Μέχρι που άνοιξαν τα οδοφράγματα, δεν είχα καταλάβει πως η εμπειρία του πολέμου είχε αφήσει σημάδια μέσα μου. Το κατάλαβα όταν ο Birol μού έδειξε μια σημείωση σε ένα χαρτόνι των τσιγάρων «555». Ήταν ένα μυστικό σημείωμα που έστειλε ο πατέρας του από τη Λεμεσό, όπου ήταν αιχμάλωτος. Έμοιαζε ιερό αυτό το χαρτόνι στα χέρια του Birol. Κάτι σαν αρχαίο σύγγραμμα που κρατήθηκε ανέπαφο για αιώνες, μέσα στον χρόνο, για να κρατά ζωντανές τις θύμησες ενός άλλου κόσμου. Όταν άγγιξα εκείνο το χαρτόνι, ήταν λες κι αντάλλαζα αναμνήσεις με τον Birol. Ο πόλεμός του κι ο πόλεμός μου ήταν ίδιοι. Θυμάμαι την τουρκική αεροπορία να βομβαρδίζει την Αμμόχωστο. Κλειστήκαμε στο αποχωρητήριο. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός και απουσίαζε στο νοσοκομείο, η μητέρα μου στη Σκοτία. Ήμασταν με τους ηλικιωμένους γονείς του πατέρα μου. Ναι, θυμάμαι το σπίτι να σείεται από τους βομβαρδισμούς. Ήθελα να ήταν εκεί η μητέρα μου να με κρατήσει στην αγκαλιά της… Ήθελα να νιώσω την ασφάλεια της παρουσίας του πατέρα μου. Δεν έκλαψα στην αναμονή του επερχόμενου θανάτου. Γιατί δεν έκλαψα, διερωτήθηκα πολλές φορές στο παρελθόν. Τώρα ξέρω την απάντηση. Στο ρίξιμο της πρώτης οβίδας, το παιδί έσβησε για πάντα.

Θυμάμαι την τελευταία μέρα που φύγαμε από την Αμμόχωστο. Αρπάξαμε ένα ταξί και φύγαμε, με πολύ λίγα καλοκαιρινά ρούχα. Θα επιστρέφαμε έτσι κι αλλιώς σε λίγες μέρες. Τριάντα τρία χρόνια μετά, ακόμα περιμένουμε. Ο παππούς για χρόνια φύλαγε μεγάλα κασόνια σε ένα δωμάτιο στο μικρό του διαμέρισμα. Όποτε κυκλοφορούσαν οι φήμες για άνοιγμα της Αμμοχώστου, ετοίμαζε τις αποσκευές. Μετακομίσαμε σε πολλά σπίτια στην προσφυγιά, μα ο παππούς δεν μας έδινε ποτέ τα κασόνια για τη μετακόμιση. Τα ήθελε, λέει, για το καλοκαίρι που θα επέστρεφε στο σπίτι του. Τα χρόνια κύλησαν εναντίον του. Πέθανε σε ένα μικρό, νοικιασμένο σπιτάκι στη Λευκωσία. Λίγο αργότερα τον ακολούθησε και η γιαγιά. Τα κασόνια δεν ξέρω τι απέγιναν…

Κι ενώ εγώ ξεριζωνόμουν από την Αμμόχωστο, ο Birol ξεριζωνόταν από την Πάφο, αφήνοντας πίσω την παιδική του αθωότητα. Μέχρι να φτάσει το λεωφορείο από την Πάφο στο Λήδρα Πάλας, ο Birol ήταν πια άντρας με χαρακωμένες θύμησες. «Θυμάμαι», λέει, «το σπίτι, το σχολείο, το γήπεδο, τα όνειρα». Ο πατέρας του Birol, σαν τον παππού μου, δεν επέστρεψε πίσω στην Πάφο. Πήρε κι αυτός τον δρόμο της αιωνιότητας. Τώρα ίσως να μοιράζονται το ίδιο αντίσκηνο, σε κάποιο άστρο του σύμπαντος, και να γελάνε με τη ματαιότητά μας.

Χθες ήμασταν παιδιά, Birol. Πλάθαμε όνειρα, χτίζαμε πύργους, τρέχαμε ξέγνοιαστα στις αλάνες και ζούσαμε μονάχα για τη στιγμή. Η ζωή δεν ήταν παρά μονάχα παιχνίδι, φίλε μου. Ήταν ένα θέατρο του παραλόγου, με σκηνοθέτη τη φαντασία μας και πρωταγωνιστές τις ψυχές μας. Δεν υπήρχαν κανόνες και όρια τότε. Λέγαμε ψέματα, βριζόμασταν, κτυπιόμασταν. Ύστερα, σμίγαμε, αγκαλιαζόμασταν, συγχωρούσαμε, σαν να άλλαζε η πράξη μιας καλοστημένης παράστασης. Σήμερα, μονάχα δυο βήματα κάναμε πιο πέρα και προτού καλά καλά το καταλάβουμε, ήρθε η ώρα να πέσει η αυλαία, σαν να ήταν όλα ένα ταξίδι της στιγμής. Εσύ με ένα χαρτόνι στο χέρι κι εγώ με τα κασόνια του παππού, δεν μας έχουν αφήσει άλλο αύριο να ονειρευτούμε. Και έχουμε μια αγωνία τώρα, φίλε μου, τι θα πούμε στην Έσρα και στη Νεφέλη για το χθες, το σήμερα και το αύριο; Να τις αφήσουμε να ονειρευτούν ή να σκοτώσουμε τα όνειρά τους, όπως σκότωσαν αυτοί τα δικά μας;

Σε αγαπώ φίλε μου, και σ’ αυτή τη φιλική αγάπη μπαίνω ζωγραφίζοντας το φως, ίσως προλάβω να σταματήσω το σκοτάδι που με τόσο πείσμα πάσχουν να ξαναφέρουν αυτοί. Ξέρεις ποιοι… Αυτοί με τα πολλά προσωπεία, που δυσκολεύονται να σταθούν στο άπλετο φως της ημέρας και να ανοίξουν τις καρδιές τους…

Τόνι Αγκαστινιώτης
ΠΙΣΩ
Proudly powered by Weebly
  • αρχικη
  • Γυμνη Αληθεια
  • Çıplak Gerçek
  • ΒΙΒΛΙΟ
  • ΚΕΙΜΕΝΑ
  • video
  • Επαφη-Contact