Με εξήντα σφαίρες γάζωσαν την ειρήνη
Avrupa 17/04/2022
«Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς,
πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;»
Ναζίμ Χικμέτ
Η ανοιξιάτικη φύση ήταν ανθισμένη και οι κόκκινες παπαρούνες ξεπετάγονταν ανάμεσα στα σπαρτά, στην πεδιάδα της Λουρουτζίνας. Δυο φίλοι, ο Ντερβίς και ο Κώστας, ταξίδευαν από τη Λευκωσία με προορισμό τη Λάρνακα. Ήταν δυο ονειροπόλοι εργάτες, που πίστευαν στην ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων. Ήταν Κυριακή, 11 Απριλίου 1965, και πήγαιναν σε μια πολιτική εκδήλωση. Οι καρδιές τους ήταν φορτισμένες με ειρήνη, ελπίδα και αγάπη για το νησί τους. Αγωνιστές της ειρήνης, σε μια χώρα που ο εθνικισμός με το όπλο στο χέρι, έβαζε πλώρη για τον διαχωρισμό, την ένωση και το ταξίμ. Τότε η μισαλλοδοξία ήταν πράξη ηρωική, και η δολοφονία του «άλλου» πατριωτισμός. Ο Κώστας Μισιαούλης έσβηνε το τελευταίο του τσιγάρο, καθώς ο Ντερβίς Αλί Καβάζογλου ολοκλήρωνε την απαγγελία των στίχων του Ναζίμ Χικμέτ, «Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω, να λιώσουμε το μολύβι»… Οι ριπές των αυτομάτων όπλων της ΤΜΤ διέκοψαν την πορεία του οχήματος. Με εξήντα σφαίρες γάζωσαν την ειρήνη μέσα στα σώματά τους.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως αν γλίτωναν από αυτή την ενέδρα, θα είχαν δολοφονηθεί από ελληνοκύπριους εθνικιστές σε μια άλλη ενέδρα. Ο εχθρός δεν ήταν ούτε ο Ντερβίς ούτε ο Κώστας. Ο εχθρός ήταν η ειρήνη που κουβαλούσαν μέσα στην καρδιά τους, αυτήν σημάδευαν τα όπλα των δολοφόνων. Δεν ήταν ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι Κύπριοι που δολοφονήθηκαν από την ίδια την κοινότητά τους, απλώς και μόνο επειδή πίστευαν στην ειρηνική συνύπαρξη των κοινοτήτων. Όποιοι διαφωνούσαν με την εθνικιστική γραμμή, χαρακτηρίζονταν προδότες, κι αυτοί που τους δολοφονούσαν χαρακτηρίζονταν ήρωες.
Ήταν καλοκαίρι του 2007 ή 2008, όταν ένας κύριος σε ένα παραλιακό κέντρο κοντά στη Σαλαμίνα με φώναξε στο τραπέζι του. Μου συστήθηκε ως παλιός ομαδάρχης της ΤΜΤ στην περιοχή της Λουρουτζίνας. Τράβηξα την καρέκλα μου κοντά και κάθισα πλάι του. «Ήταν η ομάδα μου που ανέλαβε την εκτέλεση του Μισιαούλη και Καβάζογλου», μου είπε, «αλλά εγώ δεν ήμουν παρών». Προσπάθησα να αποσπάσω πληροφορίες για το πώς γνώριζαν ότι οι δυο τους θα περνούσαν εκείνη την ημέρα από εκεί, αλλά δεν απάντησε σε κανένα από τα ερωτήματά μου. Το μόνο που μου είπε ήταν, πως ο Σενέρ Λεβέντ εκείνη την περίοδο είχε γράψει ένα άρθρο σχετικά με το έγκλημα, κι ότι αυτά που έγραψε ανταποκρίνονταν στον τρόπο που συνέβησαν τα πράγματα.
Τόσα χρόνια μετά απ΄ το έγκλημα, κι ακόμα κρατούμε όρκους σιωπής ενάντια στην αλήθεια της ιστορίας. Ούτε οι μαχητές της ΤΜΤ ούτε οι μαχητές της ΕΟΚΑ τολμούν να επιτρέψουν να λάμψει όλη η αλήθεια μέσα στις κοινότητές μας. Νομίζουν πως με αυτό τον τρόπο θα μολύνουν την αγνότητα του αγώνα. Η κατασκευασμένη ιστορία έχει περάσει μέσα στα βιβλία της ιστορίας και κανείς δεν τολμά να την αγγίξει. Δεν θέλουν τα παιδιά μας να γνωρίζουν όλη την αλήθεια και να ακολουθήσουν τον δρόμο των Μισιαούλη και Καβάζογλου, τον δρόμο της ειρηνικής συμφιλίωσης. Η μισή αλήθεια όμως δεν θεραπεύει. Είναι σαν να πάσχει ένας άνθρωπος από μια θανατηφόρα ασθένεια, αλλά του δίνουμε μόνο τη μισή δοσολογία τού φαρμάκου που μπορεί να τον θεραπεύσει. Τον κρατούμε μεταξύ ζωής και θανάτου, δίνοντάς του την ψευδαίσθηση ότι του παρέχουμε θεραπεία.
Κάποτε ήμουν κι εγώ ένας ελληνοκύπριος εθνικιστής. Μορφώθηκα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που πρόσφερε τη μισή αλήθεια. Δεν είχα κανένα λόγο να αμφισβητήσω πως οι δάσκαλοι, οι ιερείς και οι μαχητές της κοινότητάς μου, δεν μου σέρβιραν όλη την δοσολογία. Εκείνοι δεν ήθελαν να με θεραπεύσουν. Ήθελαν να παραμείνω άρρωστος, για να μπορέσουν να εργαλειοποιήσουν το μίσος που μου εμφύτεψαν. Μέχρι να ξεσκολίσω, τα ηρωικά έπη της ΕΟΚΑ είχαν καταγραφεί στο DNA μου, και το μίσος για τους Τουρκοκύπριους έγινε φυσιολογικό. Ποτέ δεν μου μίλησαν για τις πολιτικές δολοφονίες που διέπραξαν ή για τους Τουρκοκύπριους που εξαφάνισαν από προσώπου γης. Κι αν έφτανε καμιά πληροφορία στα αφτιά μου για κάποια δολοφονία, η απάντηση ήταν απλή: « Ήταν κομμουνιστές, προδότες».
Μπορεί έστω και ένας από εσάς να μπει σε ένα σχολείο και να πει στα παιδιά ότι είναι κακό να πιστεύουν στην ειρήνη και τη συμφιλίωση, και να δώσει ως παράδειγμα την δολοφονία του Μισιαούλη και Καβάζογλου; Υπάρχει εκπαιδευτικός που μπορεί να δικαιολογήσει τη δολοφονία τους, παίρνοντας ως βάση τις πεποιθήσεις τους; Είναι προδοσία να θέλεις να συμφιλιώσεις τον λαό σου; Μήπως ήρθε η ώρα να πούμε τη γυμνή αλήθεια στα παιδιά, και μέσα απ΄ τα λάθη τής ιστορίας να μπορέσουν να κτίσουν μια Κύπρο επανενωμένη, ή θα συνεχίσουμε να γαζώνουμε την ειρήνη με σφαίρες;
Τόνι Αγκαστινιώτης
Avrupa 17/04/2022
«Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς,
πώς θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;»
Ναζίμ Χικμέτ
Η ανοιξιάτικη φύση ήταν ανθισμένη και οι κόκκινες παπαρούνες ξεπετάγονταν ανάμεσα στα σπαρτά, στην πεδιάδα της Λουρουτζίνας. Δυο φίλοι, ο Ντερβίς και ο Κώστας, ταξίδευαν από τη Λευκωσία με προορισμό τη Λάρνακα. Ήταν δυο ονειροπόλοι εργάτες, που πίστευαν στην ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων. Ήταν Κυριακή, 11 Απριλίου 1965, και πήγαιναν σε μια πολιτική εκδήλωση. Οι καρδιές τους ήταν φορτισμένες με ειρήνη, ελπίδα και αγάπη για το νησί τους. Αγωνιστές της ειρήνης, σε μια χώρα που ο εθνικισμός με το όπλο στο χέρι, έβαζε πλώρη για τον διαχωρισμό, την ένωση και το ταξίμ. Τότε η μισαλλοδοξία ήταν πράξη ηρωική, και η δολοφονία του «άλλου» πατριωτισμός. Ο Κώστας Μισιαούλης έσβηνε το τελευταίο του τσιγάρο, καθώς ο Ντερβίς Αλί Καβάζογλου ολοκλήρωνε την απαγγελία των στίχων του Ναζίμ Χικμέτ, «Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω, να λιώσουμε το μολύβι»… Οι ριπές των αυτομάτων όπλων της ΤΜΤ διέκοψαν την πορεία του οχήματος. Με εξήντα σφαίρες γάζωσαν την ειρήνη μέσα στα σώματά τους.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως αν γλίτωναν από αυτή την ενέδρα, θα είχαν δολοφονηθεί από ελληνοκύπριους εθνικιστές σε μια άλλη ενέδρα. Ο εχθρός δεν ήταν ούτε ο Ντερβίς ούτε ο Κώστας. Ο εχθρός ήταν η ειρήνη που κουβαλούσαν μέσα στην καρδιά τους, αυτήν σημάδευαν τα όπλα των δολοφόνων. Δεν ήταν ούτε οι πρώτοι, ούτε οι τελευταίοι Κύπριοι που δολοφονήθηκαν από την ίδια την κοινότητά τους, απλώς και μόνο επειδή πίστευαν στην ειρηνική συνύπαρξη των κοινοτήτων. Όποιοι διαφωνούσαν με την εθνικιστική γραμμή, χαρακτηρίζονταν προδότες, κι αυτοί που τους δολοφονούσαν χαρακτηρίζονταν ήρωες.
Ήταν καλοκαίρι του 2007 ή 2008, όταν ένας κύριος σε ένα παραλιακό κέντρο κοντά στη Σαλαμίνα με φώναξε στο τραπέζι του. Μου συστήθηκε ως παλιός ομαδάρχης της ΤΜΤ στην περιοχή της Λουρουτζίνας. Τράβηξα την καρέκλα μου κοντά και κάθισα πλάι του. «Ήταν η ομάδα μου που ανέλαβε την εκτέλεση του Μισιαούλη και Καβάζογλου», μου είπε, «αλλά εγώ δεν ήμουν παρών». Προσπάθησα να αποσπάσω πληροφορίες για το πώς γνώριζαν ότι οι δυο τους θα περνούσαν εκείνη την ημέρα από εκεί, αλλά δεν απάντησε σε κανένα από τα ερωτήματά μου. Το μόνο που μου είπε ήταν, πως ο Σενέρ Λεβέντ εκείνη την περίοδο είχε γράψει ένα άρθρο σχετικά με το έγκλημα, κι ότι αυτά που έγραψε ανταποκρίνονταν στον τρόπο που συνέβησαν τα πράγματα.
Τόσα χρόνια μετά απ΄ το έγκλημα, κι ακόμα κρατούμε όρκους σιωπής ενάντια στην αλήθεια της ιστορίας. Ούτε οι μαχητές της ΤΜΤ ούτε οι μαχητές της ΕΟΚΑ τολμούν να επιτρέψουν να λάμψει όλη η αλήθεια μέσα στις κοινότητές μας. Νομίζουν πως με αυτό τον τρόπο θα μολύνουν την αγνότητα του αγώνα. Η κατασκευασμένη ιστορία έχει περάσει μέσα στα βιβλία της ιστορίας και κανείς δεν τολμά να την αγγίξει. Δεν θέλουν τα παιδιά μας να γνωρίζουν όλη την αλήθεια και να ακολουθήσουν τον δρόμο των Μισιαούλη και Καβάζογλου, τον δρόμο της ειρηνικής συμφιλίωσης. Η μισή αλήθεια όμως δεν θεραπεύει. Είναι σαν να πάσχει ένας άνθρωπος από μια θανατηφόρα ασθένεια, αλλά του δίνουμε μόνο τη μισή δοσολογία τού φαρμάκου που μπορεί να τον θεραπεύσει. Τον κρατούμε μεταξύ ζωής και θανάτου, δίνοντάς του την ψευδαίσθηση ότι του παρέχουμε θεραπεία.
Κάποτε ήμουν κι εγώ ένας ελληνοκύπριος εθνικιστής. Μορφώθηκα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που πρόσφερε τη μισή αλήθεια. Δεν είχα κανένα λόγο να αμφισβητήσω πως οι δάσκαλοι, οι ιερείς και οι μαχητές της κοινότητάς μου, δεν μου σέρβιραν όλη την δοσολογία. Εκείνοι δεν ήθελαν να με θεραπεύσουν. Ήθελαν να παραμείνω άρρωστος, για να μπορέσουν να εργαλειοποιήσουν το μίσος που μου εμφύτεψαν. Μέχρι να ξεσκολίσω, τα ηρωικά έπη της ΕΟΚΑ είχαν καταγραφεί στο DNA μου, και το μίσος για τους Τουρκοκύπριους έγινε φυσιολογικό. Ποτέ δεν μου μίλησαν για τις πολιτικές δολοφονίες που διέπραξαν ή για τους Τουρκοκύπριους που εξαφάνισαν από προσώπου γης. Κι αν έφτανε καμιά πληροφορία στα αφτιά μου για κάποια δολοφονία, η απάντηση ήταν απλή: « Ήταν κομμουνιστές, προδότες».
Μπορεί έστω και ένας από εσάς να μπει σε ένα σχολείο και να πει στα παιδιά ότι είναι κακό να πιστεύουν στην ειρήνη και τη συμφιλίωση, και να δώσει ως παράδειγμα την δολοφονία του Μισιαούλη και Καβάζογλου; Υπάρχει εκπαιδευτικός που μπορεί να δικαιολογήσει τη δολοφονία τους, παίρνοντας ως βάση τις πεποιθήσεις τους; Είναι προδοσία να θέλεις να συμφιλιώσεις τον λαό σου; Μήπως ήρθε η ώρα να πούμε τη γυμνή αλήθεια στα παιδιά, και μέσα απ΄ τα λάθη τής ιστορίας να μπορέσουν να κτίσουν μια Κύπρο επανενωμένη, ή θα συνεχίσουμε να γαζώνουμε την ειρήνη με σφαίρες;
Τόνι Αγκαστινιώτης