TONY-DIRECT
  • αρχικη
  • Γυμνη Αληθεια
  • Çıplak Gerçek
  • ΒΙΒΛΙΟ
  • ΚΕΙΜΕΝΑ
  • video
  • Επαφη-Contact
Επίλογος 2 - ​Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Afrika, 28 Απρίλη 2008


​​Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα,
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή,
Έχω ρίξει στα άπατα μιαν ηχώ,
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ,
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες τον Παράδεισο.

Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα

Όταν γράφεις επίλογο είναι όπως τον θάνατο, με μια μικρή διαφορά: Συνεχίζεις να αναπνέεις και να βαστάς μέσα σου το ίδιο πάθος που είχες πάντα, αλλά παύεις να το εκφράζεις. Ένας τέτοιος θάνατος αισθάνομαι να εργάζεται μέσα μου.

Το πάθος με το οποίο την αγάπησα, ίσως ποτέ να μην το κατανοήσει κανείς. Οι λέξεις είναι φτηνές για να πουν όσα ένιωσα γι’ αυτήν. Έκανα το ταξίδι της ζωής ανεβασμένος στις ακατέργαστες κορφές της και έριξα βότσαλα στα ξεραμένα ποτάμια της. Από έφηβος έγινα άντρας, σε μια απόμερη ακρογιαλιά της, ένα βραδάκι που το κύμα ήθελε αθόρυβα να χαϊδεύει τη λευκή αμμουδιά της. Μου έδωσε πολλά καρδιοχτύπια αυτή η πανέμορφη πατρίδα, όπου πίσω από κάθε βράχο, ένα κυκλάμινο μπορεί να σου χαρίσει εκατό χαμόγελα, χωρίς να ζητήσει ανταλλάγματα.

Θέλω να τη θυμάμαι πάντα όπως ήταν παλιά, με τα νεανικά ροδοκόκκινα μάγουλα. Τότε που το μέτωπό της δεν είχε ρυτίδες, και τα σπινθηροβόλα μάτια της λαμπύριζαν στο ηλιοβασίλεμα. Δεν ήξερες ποιο πουλί θα σε καλημέριζε πρώτο στο πέρασμα τού Αυγερινού, κι αν δεν ήταν πουλί θα ’ταν ο τζίτζικας, κι αν όχι αυτός, μια αλεπού που ξεσήκωνε το κοτέτσι ή ένα γαϊδούρι που αναζητούσε τον σανό του.

Τώρα πια, μας ξυπνά μια μπουλντόζα που κατασπαράζει το σώμα της και μια μπετονιέρα που προσπαθεί να σκεπάσει τις ρυτίδες της. Πίσω από τις πολυκατοικίες, άκουσα -κάποιοι μου είπαν- πως ακόμα μπορείς να δεις ηλιοβασιλέματα, μα όλοι κοιτάζουν χαμηλά, από ντροπή ή από κούραση, δεν ξέρω. Ίσως να είναι οι νεκροί - αυτοί που κρύψαμε σε ομαδικούς τάφους- που ψιθυρίζουν, και όλοι σκύβουν να τους αφουγκραστούν, ίσως να ’ναι απλώς το σβέρκο κουρασμένο, γιατί κάποιοι κρατούν την μπότα σφιχτά πάνω στα κεφάλια τους.

Μου είπαν δεν μπορώ να μιλώ για σένα, είμαι ξένος. Δεν είσαι πια δική μου. Δεν μου ανήκεις. Σε έχουν ξεσκίσει στα δυο και έχουν μοιράσει τις πέτρες σου, τα δέντρα σου, τα βουνά σου, τα ζώα σου, τους ανθρώπους σου. Δεν ανήκεις πια σε μας ούτε σε εκείνους. Είσαι ιδιοκτησία των λίγων, αυτών που κρατούν όπλα και φτιάχνουν νόμους για να βολεύουν τις τσέπες τους. Εμείς σε κοιτάζουμε από μακριά, λες και είσαι μπουρδέλο της υψηλής κοινωνίας, που δεν μας βαστά μήτε η τάξη μας μήτε η τσέπη μας να περάσουμε το κατώφλι σου. Κάτι θύμησες στο πίσω μέρος του μυαλού, που ξεπετάγονται πού και πού, είναι αυτές που μου λένε πως δικαιούμαι να σε αποκαλώ πατρίδα. Μια παλιά ερωμένη, που τώρα σε κοιτάζω απ’ το απέναντι παραθύρι με μάτια βουρκωμένα, γιατί κουβαλώ ακόμη μέσα μου την ίδια αγάπη, όπως όταν σε πρωτογνώρισα.

Τώρα, όπου κι αν ταξιδέψω, απ’ όποια κορφή κι αν αγναντέψω, ξένος είμαι και πάροικος. Όποιος σε αγαπήσει γίνεται ξένος και ο ξένος γίνεται ο εραστής σου και έρχεται να φωλιάσει πάνω στο σκληρό, τσιμεντένιο σου κορμί. Το καφενείο έγινε καζίνο και το αρχαίο ξωκλήσι έγινε κλαμπ. Είναι κι ο γκρεμισμένος μιναρές, που κάποτε θύμιζε πως ζούσαν κι άλλοι εδώ μαζί μας. Ποιοι είμαστε εμείς και ποιοι οι άλλοι, ακόμα δεν κατάλαβα. Εγώ δεν είμαι τίποτα, παρά μονάχα ένας από τους χιλιάδες ορφανούς, χωρίς πατρίδα, χωρίς σημαία, χωρίς ταυτότητα, μα σ’ αγαπώ, μ’ ακούς; Αν μένω σιωπηλός σε όσα οι πολιτικοί παζαρεύουν στην πλάτη σου και δεν τους βρίζω πια, να ξέρεις, μικρή μου πατρίδα, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ! Μ’ ακούς;

Όχι, δεν θα ασχοληθώ ξανά με το πολιτικό ψέμα, επειδή γνωρίζω πια πως έχουν ξεπουληθεί πολλές ψυχές στο αισχρό κέρδος. Η πολιτική δεν έχει απαντήσεις. Απλώς επιβάλλει, και εγώ αρνούμαι να αποδεχθώ τους όρους που και τα δύο καθεστώτα μού έχουν επιβάλει. Δεν πρόκειται να μιλήσω ξανά για την πολιτική μας κατάντια, μα θα μιλήσω για τον μεγάλο μου έρωτα, την Κύπρο. Δεν ανέχομαι να είμαι ξένος στην πατρίδα μου.

Έχω χρέος μέσα μου, κάτι με προστάζει: «Κατέβασε κάτω την πένα, βγες έξω από τα στενά όρια των λέξεων μια στήλης, βγες έξω από τα βρώμικα σοκάκια της πολιτικής και τρέξε να συναντήσεις τον άνθρωπο, που σιγοσβήνει μονάχος στους δρόμους. Βγες έξω και αγκάλιασε τα τελευταία δέντρα που έχουν απομείνει!». Ακολουθώ την προσταγή, πιστός στον έρωτα μιας πατρίδας που μου την έχουν κλέψει και Έλληνες και Τούρκοι.

Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς;
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς;
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς.
Άκου, άκου
Ποιος μιλά στα νερά και ποιος κλαίει - ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει - ακούς;
Ειμ’ εγώ που φωνάζω κι ειμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς.
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;

(Οδυσσέας Ελύτης, Μονόγραμμα)

Τόνι Αγκαστινιώτης
ΠΙΣΩ
Proudly powered by Weebly
  • αρχικη
  • Γυμνη Αληθεια
  • Çıplak Gerçek
  • ΒΙΒΛΙΟ
  • ΚΕΙΜΕΝΑ
  • video
  • Επαφη-Contact