Αγνοούμενοι που δεν αγνοούνται
Afrika, 2/10/2006 - Πολίτης, 9/10/2006
Η τηλεοπτική παρουσιάστρια κυρία Ελίτα Μιχαηλίδου είχε προσκάλεσε στην εκπομπή της, «Τολμώ», την περασμένη εβδομάδα, συγγενείς αγνοουμένων οι οποίοι μοιράστηκαν μαζί μας την εμπειρία τους, για το πώς οι διάφορες κυβερνήσεις τούς συμπεριφέρθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Μετά το πέρας της εκπομπής, κάποιος μπορούσε να αισθανθεί μόνο αηδία για την πολιτική και για όλα αυτά που οι πολιτικοί αντιπροσωπεύουν. Ακόμα και η ίδια η κυρία Μιχαηλίδου δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα και τον θυμό της, απέναντι σ’ αυτές τις κυβερνήσεις.
Το πρόσωπο-κλειδί ήταν η κυρία Αντρούλα Πάλμα. Ο σύζυγός της σκοτώθηκε το 1974, αλλά είχε καταγραφεί ως αγνοούμενος. Η κυρία Πάλμα δεν ήξερε ότι ο σύζυγός της είχε όντως σκοτωθεί και για πολλά χρόνια έψαχνε να τον βρει και να μάθει τι είχε απογίνει. Έχοντας τρία ανήλικα παιδιά στην αγκαλιά, περιπλανιόταν και κτυπούσε τις πόρτες των διάφορων Επιτροπών Αγνοουμένων και των υπευθύνων των εκάστοτε κυβερνήσεων. Δυστυχώς, κανείς δεν της έδινε καμιά πληροφορία. Τελικά, μετά από δικές της προσπάθειες ανακάλυψε έναν άντρα στην Ελλάδα, ο οποίος το 1974 ήταν στρατιώτης μαζί με τον σύζυγό της. Πήγε στην Ελλάδα, τον συνάντησε και έμαθε απ’ αυτόν την αλήθεια. Της είπε ότι αν πήγαινε στο κοιμητήριο τής Λακατάμιας και μετρούσε τρεις τάφους από την είσοδο, στα αριστερά, θα έβρισκε εκεί θαμμένο τον σύζυγό της, επειδή ο ίδιος αυτός άντρας τον είχε θάψει εκεί, μαζί με μερικούς άλλους νεκρούς στρατιώτες, οι οποίοι επίσης θεωρούνταν μέχρι τότε αγνοούμενοι.
Η κυρία Πάλμα επέστρεψε στην Κύπρο και επισκέφτηκε τον Γλαύκο Κληρίδη, τότε Πρόεδρο της Μπανανίας, και του ανέφερε την πληροφορία που είχε. Ο κύριος Κληρίδης την παρακάλεσε να μην αποκαλύψει τίποτα δημοσίως, επειδή αυτό θα έπληττε την κυβέρνηση. Η κυρία Πάλμα δεν ήθελε πλέον να συμβιβαστεί. Ένα βράδυ, πήγε από μόνη της στο κοιμητήριο τής Λακατάμιας και άνοιξε τον τάφο με τα ίδια της τα χέρια. «Μου είχε γίνει τόση πλύση εγκεφάλου όλα αυτά τα χρόνια», είπε, «που νόμιζα ότι θα έβγαζα ζωντανό τον σύζυγό μου από τον τάφο».
Γράφοντας αυτό το άρθρο, μόνο που επαναλαμβάνω τα λόγια της κυρίας Πάλμα, δακρύζω. Η τεράστια τραγωδία, η ντροπή, το έγκλημα που διέπραξε το ίδιο το κράτος, απλώς και μόνο για να διατηρήσει «λαδωμένη» τη μηχανή της προπαγάνδας… Τον τελευταίο καιρό αποκαλύφθηκε ότι το κράτος έχει αποκρύψει πληροφορίες από πολλές οικογένειες «αγνοουμένων», που είναι στην πραγματικότητα νεκροί. Ακόμα και προσωπικά αντικείμενα των ανθρώπων αυτών δόθηκαν στην κυβέρνηση, αλλά οι συγγενείς τους δεν είχαν μάθει ποτέ τίποτα. Ο ιερός αριθμός 1619 είχε πλέον επικυρωθεί. Ήταν ο κωδικός λειτουργίας της προπαγανδιστικής μηχανής. Ένα ψηφίο λάθος, και η μηχανή θα μπλόκαρε.
Μια ακόμη κυρία τηλεφώνησε στην εκπομπή και μοιράστηκε την ιστορία μιας φίλης της, η οποία είχε σύζυγο αγνοούμενο. Πολλά χρόνια μετά από τον χαμό του συζύγου της, βρήκε κάποιον άντρα να παντρευτεί, με την ευχή των παιδιών και των συγγενών της, οι οποίοι της έλεγαν ότι έπρεπε να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Λίγες μέρες πριν τον γάμο, έλαβε ένα γράμμα από την κυβέρνηση, όπου την πληροφορούσαν ότι υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες πως μερικοί από τους αγνοούμενους βρίσκονταν ακόμα στη ζωή. Ο γάμος ακυρώθηκε για πάντα. Παγιδεύοντάς τους με το «αν είναι αλήθεια…», η Μπανανία συνέθλιψε το μέλλον αυτών των ανθρώπων. Τους απαγόρευσε να λυτρωθούν από τον πόνο, για χάρη της προπαγάνδας.
Κάποιος τουρκοκύπριος φίλος μου, μου διηγήθηκε μια παρόμοια ιστορία που συνέβηκε στον βορρά. Μια Τουρκοκύπρια είχε ανακαλύψει ότι τα οστά της αγνοούμενης μητέρας της βρίσκονταν σε κάποιο πηγάδι και όταν ζήτησε από τις αρχές να το ανοίξουν, για να μπορέσει να θάψει αξιοπρεπώς τη μητέρα της, αυτοί αρνήθηκαν. Της είπαν ότι δεν μπορούσαν να της κάνουν τη χάρη, επειδή «είναι σημαντικό να κρατήσουμε τα οστά στο πηγάδι για σκοπούς προπαγάνδας».
Ακούγοντας όλα αυτά τα γεγονότα, δεν μπορώ παρά να νιώθω ντροπή για την καταγωγή μου. Αισθάνομαι ντροπή για τους πολιτικούς που δεν υποστηρίζουν την αλήθεια και βάζουν τα πολιτικά παιχνίδια πάνω από τον πόνο του κόσμου, τον οποίο υποτίθεται τάχθηκαν να υπηρετούν. Αλήθεια είναι η έμπρακτη αγάπη που θεραπεύει και ελευθερώνει τους ανθρώπους. Είναι ο ακρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο μπορεί να στηριχθεί το γιοφύρι της ειρήνης.
Διερωτώμαι, με τόσο λίγη αλήθεια, τι είδους ειρήνη θα είχαμε, αν ψηφιζόταν το Σχέδιο Ανάν. Ειρήνη χωρίς υποδομή, χωρίς ειλικρίνεια, χωρίς συμφιλίωση, δεν είναι ειρήνη, είναι μια πολιτική συμφωνία. Αλλά, πάνω απ’ όλα, διερωτώμαι πώς αισθάνεσαι εσύ, γυναίκα, μητέρα, αδελφή, γιε ή κόρη, όλα αυτά τα χρόνια που στέκεσαι μέσα στο κρύο και τη βροχή, κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιούλη, με μια φωτογραφία καρφωμένη στο στήθος σου και περιμένεις… Είναι ζωντανός; Είναι νεκρός; Είσαι σύζυγος, χήρα, μητέρα, έχεις αδελφό; Σε ποιο σταυροδρόμι να έχει χαθεί; Ποια να ήταν άραγε η τελευταία του λέξη… Όταν περνούσε από κοντά σου είχε τη μυρωδιά βασιλικού, το άγγιγμά του απαλό σαν καλοκαιρινό αεράκι, η ψυχή του σαν πηγή που ανάβλυζε ποτάμια, τα μάτια του καθρέφτιζαν το έναστρο πέπλο του σύμπαντος. Είναι νεκρός, αλλά ζωντανός στις αναμνήσεις σου... Είναι ζωντανός, αλλά νεκρός στις αναμνήσεις σου... Κτυπά την πόρτα σου αργά το βράδυ... Τον βλέπεις να σε κοιτάζει στα όνειρά σου… Κάποτε είχε ένα όνομα... Τώρα είναι απλώς «ο αγνοούμενος» ή «ο εκλιπών».
Τόνι Αγκαστινιώτης
Afrika, 2/10/2006 - Πολίτης, 9/10/2006
Η τηλεοπτική παρουσιάστρια κυρία Ελίτα Μιχαηλίδου είχε προσκάλεσε στην εκπομπή της, «Τολμώ», την περασμένη εβδομάδα, συγγενείς αγνοουμένων οι οποίοι μοιράστηκαν μαζί μας την εμπειρία τους, για το πώς οι διάφορες κυβερνήσεις τούς συμπεριφέρθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Μετά το πέρας της εκπομπής, κάποιος μπορούσε να αισθανθεί μόνο αηδία για την πολιτική και για όλα αυτά που οι πολιτικοί αντιπροσωπεύουν. Ακόμα και η ίδια η κυρία Μιχαηλίδου δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα και τον θυμό της, απέναντι σ’ αυτές τις κυβερνήσεις.
Το πρόσωπο-κλειδί ήταν η κυρία Αντρούλα Πάλμα. Ο σύζυγός της σκοτώθηκε το 1974, αλλά είχε καταγραφεί ως αγνοούμενος. Η κυρία Πάλμα δεν ήξερε ότι ο σύζυγός της είχε όντως σκοτωθεί και για πολλά χρόνια έψαχνε να τον βρει και να μάθει τι είχε απογίνει. Έχοντας τρία ανήλικα παιδιά στην αγκαλιά, περιπλανιόταν και κτυπούσε τις πόρτες των διάφορων Επιτροπών Αγνοουμένων και των υπευθύνων των εκάστοτε κυβερνήσεων. Δυστυχώς, κανείς δεν της έδινε καμιά πληροφορία. Τελικά, μετά από δικές της προσπάθειες ανακάλυψε έναν άντρα στην Ελλάδα, ο οποίος το 1974 ήταν στρατιώτης μαζί με τον σύζυγό της. Πήγε στην Ελλάδα, τον συνάντησε και έμαθε απ’ αυτόν την αλήθεια. Της είπε ότι αν πήγαινε στο κοιμητήριο τής Λακατάμιας και μετρούσε τρεις τάφους από την είσοδο, στα αριστερά, θα έβρισκε εκεί θαμμένο τον σύζυγό της, επειδή ο ίδιος αυτός άντρας τον είχε θάψει εκεί, μαζί με μερικούς άλλους νεκρούς στρατιώτες, οι οποίοι επίσης θεωρούνταν μέχρι τότε αγνοούμενοι.
Η κυρία Πάλμα επέστρεψε στην Κύπρο και επισκέφτηκε τον Γλαύκο Κληρίδη, τότε Πρόεδρο της Μπανανίας, και του ανέφερε την πληροφορία που είχε. Ο κύριος Κληρίδης την παρακάλεσε να μην αποκαλύψει τίποτα δημοσίως, επειδή αυτό θα έπληττε την κυβέρνηση. Η κυρία Πάλμα δεν ήθελε πλέον να συμβιβαστεί. Ένα βράδυ, πήγε από μόνη της στο κοιμητήριο τής Λακατάμιας και άνοιξε τον τάφο με τα ίδια της τα χέρια. «Μου είχε γίνει τόση πλύση εγκεφάλου όλα αυτά τα χρόνια», είπε, «που νόμιζα ότι θα έβγαζα ζωντανό τον σύζυγό μου από τον τάφο».
Γράφοντας αυτό το άρθρο, μόνο που επαναλαμβάνω τα λόγια της κυρίας Πάλμα, δακρύζω. Η τεράστια τραγωδία, η ντροπή, το έγκλημα που διέπραξε το ίδιο το κράτος, απλώς και μόνο για να διατηρήσει «λαδωμένη» τη μηχανή της προπαγάνδας… Τον τελευταίο καιρό αποκαλύφθηκε ότι το κράτος έχει αποκρύψει πληροφορίες από πολλές οικογένειες «αγνοουμένων», που είναι στην πραγματικότητα νεκροί. Ακόμα και προσωπικά αντικείμενα των ανθρώπων αυτών δόθηκαν στην κυβέρνηση, αλλά οι συγγενείς τους δεν είχαν μάθει ποτέ τίποτα. Ο ιερός αριθμός 1619 είχε πλέον επικυρωθεί. Ήταν ο κωδικός λειτουργίας της προπαγανδιστικής μηχανής. Ένα ψηφίο λάθος, και η μηχανή θα μπλόκαρε.
Μια ακόμη κυρία τηλεφώνησε στην εκπομπή και μοιράστηκε την ιστορία μιας φίλης της, η οποία είχε σύζυγο αγνοούμενο. Πολλά χρόνια μετά από τον χαμό του συζύγου της, βρήκε κάποιον άντρα να παντρευτεί, με την ευχή των παιδιών και των συγγενών της, οι οποίοι της έλεγαν ότι έπρεπε να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Λίγες μέρες πριν τον γάμο, έλαβε ένα γράμμα από την κυβέρνηση, όπου την πληροφορούσαν ότι υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες πως μερικοί από τους αγνοούμενους βρίσκονταν ακόμα στη ζωή. Ο γάμος ακυρώθηκε για πάντα. Παγιδεύοντάς τους με το «αν είναι αλήθεια…», η Μπανανία συνέθλιψε το μέλλον αυτών των ανθρώπων. Τους απαγόρευσε να λυτρωθούν από τον πόνο, για χάρη της προπαγάνδας.
Κάποιος τουρκοκύπριος φίλος μου, μου διηγήθηκε μια παρόμοια ιστορία που συνέβηκε στον βορρά. Μια Τουρκοκύπρια είχε ανακαλύψει ότι τα οστά της αγνοούμενης μητέρας της βρίσκονταν σε κάποιο πηγάδι και όταν ζήτησε από τις αρχές να το ανοίξουν, για να μπορέσει να θάψει αξιοπρεπώς τη μητέρα της, αυτοί αρνήθηκαν. Της είπαν ότι δεν μπορούσαν να της κάνουν τη χάρη, επειδή «είναι σημαντικό να κρατήσουμε τα οστά στο πηγάδι για σκοπούς προπαγάνδας».
Ακούγοντας όλα αυτά τα γεγονότα, δεν μπορώ παρά να νιώθω ντροπή για την καταγωγή μου. Αισθάνομαι ντροπή για τους πολιτικούς που δεν υποστηρίζουν την αλήθεια και βάζουν τα πολιτικά παιχνίδια πάνω από τον πόνο του κόσμου, τον οποίο υποτίθεται τάχθηκαν να υπηρετούν. Αλήθεια είναι η έμπρακτη αγάπη που θεραπεύει και ελευθερώνει τους ανθρώπους. Είναι ο ακρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο μπορεί να στηριχθεί το γιοφύρι της ειρήνης.
Διερωτώμαι, με τόσο λίγη αλήθεια, τι είδους ειρήνη θα είχαμε, αν ψηφιζόταν το Σχέδιο Ανάν. Ειρήνη χωρίς υποδομή, χωρίς ειλικρίνεια, χωρίς συμφιλίωση, δεν είναι ειρήνη, είναι μια πολιτική συμφωνία. Αλλά, πάνω απ’ όλα, διερωτώμαι πώς αισθάνεσαι εσύ, γυναίκα, μητέρα, αδελφή, γιε ή κόρη, όλα αυτά τα χρόνια που στέκεσαι μέσα στο κρύο και τη βροχή, κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιούλη, με μια φωτογραφία καρφωμένη στο στήθος σου και περιμένεις… Είναι ζωντανός; Είναι νεκρός; Είσαι σύζυγος, χήρα, μητέρα, έχεις αδελφό; Σε ποιο σταυροδρόμι να έχει χαθεί; Ποια να ήταν άραγε η τελευταία του λέξη… Όταν περνούσε από κοντά σου είχε τη μυρωδιά βασιλικού, το άγγιγμά του απαλό σαν καλοκαιρινό αεράκι, η ψυχή του σαν πηγή που ανάβλυζε ποτάμια, τα μάτια του καθρέφτιζαν το έναστρο πέπλο του σύμπαντος. Είναι νεκρός, αλλά ζωντανός στις αναμνήσεις σου... Είναι ζωντανός, αλλά νεκρός στις αναμνήσεις σου... Κτυπά την πόρτα σου αργά το βράδυ... Τον βλέπεις να σε κοιτάζει στα όνειρά σου… Κάποτε είχε ένα όνομα... Τώρα είναι απλώς «ο αγνοούμενος» ή «ο εκλιπών».
Τόνι Αγκαστινιώτης